Έτσι δεν ξεκινούν όλες οι κλασσικές, άλλοτε ευχάριστες, άλλοτε δυσάρεστες, πάντως γεμάτες νόημα ιστορίες; Ποιος μπορεί να ονειρευτεί Χριστούγεννα χωρίς την ιστορία του μίζερου και εργασιομανούς Εμπενέζερ Σκρουτζ που το Πνεύμα ανέδειξε το πόσο συναισθηματικά γενναιόδωρος, πλήρης και φιλεύσπλαχνος ήταν; Ή για τους λάτρες της παράδοσης, ποιος μπορεί να μην ξεφυλλίσει τις παπαδιαμαντικές χριστουγεννιάτικες ιστορίες, γεμάτες από το νησί του, τη Σκιάθο, οι οποίες ακτινοβολούν Πνεύμα ανθρωπιάς, καλοσύνης και ήθους;
Χριστούγεννα, γεμάτα από χρώματα, αρώματα, ήχους, ψαλμούς, Ανθρώπους. Μία αρμονία που δύσκολα μπορεί άνθρωπος να νιώσει, ακόμα και όταν είναι συνεπαρμένα εγκλωβισμένος στη μελωδία του «Δόξα εν υψίστοις»... Που κρύβεται η μαγεία αυτή να την αποζητήσω; Στη μουσική, στη συντροφικότητα, σε μία ιστορία;
Δεν ξέρω. Μακάρι να είχα απάντηση να δώσω. Θα περιμένατε να σας απαντήσω μέσα από μία ιστορία κλασσική, πολυδιαβασμένη, γνωστή σε όλους. Ίσως θα μπορούσα. Όχι, όμως, τη φορά αυτή.
Αυτή τη φορά θα σας διηγηθώ μία ιστορία διαφορετική από τις άλλες. Μπορεί να σας αρέσει, μπορεί και όχι. Είναι, όμως, αληθινή, πιστέψτε με ή αν μου επιτρέπεις, πίστεψε με.
Ενθύμηση γλυκιά χαμένη
Σε Φως και Πνεύμα βαφτισμένη
Στα βάθη της ψυχής καλά κρυμμένη
Έλα, ξύπνα ευλογημένη
Σε κόκκινη κλωστή δεμένη
Στην ανέμη τυλιγμένη
Κλώτσο της δίνω να γυρίσει
Η Ιστορία να αρχινίσει…
Η 22 Ιουλίου έφτανε στο ναδίρ της. Μόλις είχε σουρουπώσει και οι πιο γλυκές, οι πιο μεθυστικές αποχρώσεις του ήλιου αγκάλιαζαν την μισοταραγμένη θάλασσα. Η ζέστη, παρά το ότι ήταν ήδη αφόρητη, δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο από το νοτιά που δεν έλεγε να κοπάσει. Περπατούσε μόνος του, χαζεύοντας το πώς οι κόρες του Φωτός παιδιάριζαν ανέμελα, αδιάφορα, ήρεμα πάνω στα σχηματιζόμενα κύματα. Του θύμισαν τον εαυτό του όταν ήταν μικρός και ξέγνοιαστος, μα κυρίως αθώος…
Είχε προηγηθεί ήδη η συζήτηση μαζί της. Αναπάντεχα; Απροσδόκητα; Όμως είχε προηγηθεί και αυτό τον είχε κάνει χαρούμενο, ή έτσι πίστευε. Ξέρεις, η προσδοκία είναι μεγάλη πλανεύτρα και κανένας δε μπορεί να της αντισταθεί στο διάβα της. Σε αιχμαλωτίζει και μετά σε αφήνει, όπως το κύμα όταν σκάει στο βράχο. Ερωτοτροπεί πρώτα μαζί σου και στη συνέχεια σε εγκαταλείπει, κάνοντας σε τον αιώνιο εραστή της, γίνεται για σένα ο αιώνιος ανεκπλήρωτος έρωτας.
Μα καλύτερα να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή ώστε οποιαδήποτε αμφιβολία να φωτιστεί και ακολούθως να χαθεί. Το αγόρι και το κορίτσι είχαν μήνες να μιλήσουν, παρόλα αυτά ένας ανεξήγητος δεσμός υπήρχε ανάμεσα τους. Ένα δέσιμο που ιστορούσε χρόνια στην πλάτη του, γεμάτα αγάπη, υπομονή, πίστη, αφοσίωση, ανασφάλειες, εμπειρίες ευχάριστες και δυσάρεστες, μελωδίες, γέλια, κλάματα. Θα σε κούραζα αν συνέχιζα την απαρίθμηση. Αξίες οι οποίες ενώνουν δύο ανθρώπους και που δύσκολα τους χωρίζουν.
Και όμως, το δύσκολα ήρθε και ενσαρκώθηκε σε πραγματικότητα. Τη χειρότερη γι’ αυτόν. Γι’ αυτήν; Δεν ήξερε να απαντήσει. Μακάρι να ήξερε, αλλά ίσως και να μην ήθελε να μάθει. Η γνώση είναι δύναμη. Η γνώση όμως σηματοδοτεί και το τέλος. Πόσοι άνθρωποι θα ήθελαν να τη γνωρίσουν; Άγνωστο.
Έτσι φτάσαμε στο ζεστό εκείνο σούρουπο του Ιουλίου. Ένα ανεπάντεχο κάλεσμα τον οδήγησε σε αχαρτογράφητα εδάφη ευτυχίας, ή καλύτερα προσδοκίας. Μιλήσανε για ώρα. Μετά από πολύ καιρό, ουσιαστικά, χωρίς υπεκφυγές, σε βάθος, ειλικρινά, γεμάτοι ευγνωμοσύνη ο ένας για τον άλλον. Συνεχίστηκε για αρκετή ώρα η συζήτηση, την ίδια ώρα που αυτός περπατούσε πλέον κάτω από την ήδη σκοτεινό ουρανό της πόλης, ο οποίος μέχρι τώρα προστάτευε τα όνειρα, τις ελπίδες, τα λάθη του.
Η συζήτηση τελείωσε, αφήνοντας του την Ελπίδα (ή για να είμαι ειλικρινής την προσδοκία), για ποιο πράγμα όμως δεν ήξερε. Και, ίσως, δεν ήταν η ώρα και να μάθει.
Οι μήνες πέρασαν, με δυσκολίες. Άρχισε να συνειδητοποιεί τη γνώση που ίσως τότε να μην ήθελε μάθει. Παρόλα αυτά, έμεινε να ατενίζει την πλανεύτρα προσδοκία, που τόσο σιγά, τόσο απαλά, τόσο υπόκωφα τον είχε σαγηνέψει.
Χαμένος στις σκέψεις του, δεν είχε συνειδητοποιήσει πως η χριστουγεννιάτικη μπάλα που κρατούσε είχε γλιστρήσει από τα χέρια του, διαλυόμενη σε χίλια κομμάτια, αφήνοντας τα χρώματα που έκρυβε μέσα της να ακτινοβολήσουν αμυδρά, σκαστά, το καθένα προς τη δική του κατεύθυνση, μόνα τους.
- «Μπορούμε μπαμπά να τα κολλήσουμε;», τον ρώτησε ο γιος του.
- «Όχι παιδί μου», απάντησε αυτός, κοιτώντας το χειμωνιάτικο απόγευμα να ιριδίζει.
- «Γιατί;», τον ρώτησε με την παιδική, αφελή φωνή του το παιδί.
- «Κάθε τι που σπάει αγόρι μου, δεν ξανακολλάει, έτσι το ορίσανε οι άνθρωποι. Όμως, θέλω να σου πω ένα μυστικό, το οποίο θέλω να φυλάξεις στα βάθη της ψυχής σου και κάθε φορά που σου τυχαίνει κάτι να το θυμάσαι. Ό, τι δεν ξανακολλάει, ξαναφτιάχνεται από την αρχή. Με μόχθο και με πολύ μεράκι. Μην τους ακούς να λένε ότι αυτό δε γίνεται. Γίνεται. Ποτέ δε θα έχεις την ίδια μπάλα. Ποιος σου είπε, όμως, ότι δε γίνεται να έχεις μία πιο όμορφη, μία πιο λαμπερή, μία πιο φωτεινή. Από εσένα εξαρτάται. Και μόνο από σένα».
Φίλησε γλυκά το γιο του, ο οποίος είχε κιόλας αποκοιμηθεί χαμογελαστός, είτε γιατί έβλεπε τα πιο γλυκά όνειρα είτε γιατί προσμονούσε να ξαναφτιάξει τη χριστουγεννιάτικη μπάλα του.
Αυτός είχε μείνει ξάγρυπνος, ως ακοίμητος φρουρός του πιο απόρθητου κάστρου, του μεγαλυτέρου μυστικού, της πιο κρυφής και θεόπνευστης Σοφίας: «Φως είναι ο άνθρωπος και κανένα σκοτάδι δε μπορεί να τον αλλάξει. Κανένα!».
Ωστόσο, και κάθε φρουρός έχει δικαίωμα να λυγίσει, ιδίως μπροστά στις φλόγες ενός μικρού και ζεστού τζακιού. Και καθώς έκλεινε τα μάτια του, άκουσε στο αυτί του κάποιος να του ψιθυρίζει ήρεμα, γαλήνια, μελωδικά: «Η ψυχή σου δοξάζει τον Κύριο, και το Πνεύμα σου αγαλλίαση νιώθει για το Θεό, το Σωτήρα σου, γιατί τώρα κατάλαβες. Ο Άνθρωπος αγάπη και φως είναι και κανένα σκοτάδι δε μπορεί να τον αλλάξει. Κανένα. Είθε η Αλήθεια αυτή να σε συντροφεύει για πάντα.»
Και έτσι, γλυκά,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου