Addthis

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Lion


Ο Γκαρθ Ντέιβις, στην πρώτη του προσπάθεια, σκηνοθετεί το Lion, βασισμένο στην αληθινή ιστορία του Saroo Brierley. Ένα ευαίσθητο φιλμ, που έφτασε στις κορυφαίες υποψηφιότητες για το OSCAR καλύτερης ταινίας. Αγώνας επιβίωσης και παράλληλα ταξίδι ενηλικίωσης, από την Ανατολική Ινδία, στη χαοτική Καλκούτα κι από εκεί στην Τασμανία της Αυστραλίας και πάλι πίσω.

Ένα 5χρονο αγόρι χάνεται ένα βράδυ σε ένα Σιδηροδρομικό σταθμό. Για καλή του τύχη, το ένστικτο τον οδηγεί στο σωστό δρόμο, γλιτώνει από την απειλή των δουλεμπόρων και καταλήγει σε ένα ορφανοτροφείο. Πολλά πράγματα είναι γραφτά της μοίρας ενός ανθρώπου. Στέκεται τυχερός κι οι ανάδοχοι γονείς του, πολύ μακριά από την πατρίδα, τον εξοπλίζουν μ΄όλα τα απαραίτητα εφόδια, ώστε να μην του λείψει τίποτα. Στη ζωή όμως τα σημαντικότερα πράγματα, δεν είναι πράγματα. Κάπως έτσι αποφασίζει πως το ηθικό χρέος βρίσκεται πάνω από την απόλαυση της Μελβούρνης.


Θα μπορούσε κανείς να πει, πως το πρώτο μέρος είναι αψεγάδιαστο. Ο Sunny Pawar (μικρός Σαρού) είναι ο αντίστοιχος Tremblay από το Room για την κινηματογραφική σαιζόν, που διανύουμε. Τόσο αληθινός, τόσο έξυπνος, κερδίζει τον θεατή, με το προσωπικό του δράμα και τον τρόπο που το αντιμετωπίζει. Δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανείς. Στο δεύτερο μέρος μεταφερόμαστε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Μπορεί η Νικόλ Κίντμαν, η Ρούνει Μάρα (Μυστική Γραφή πρόσφατα) κι ο Ντέβ Πατέλ (Slumdog Millionaire) να είναι τα βαριά χαρτιά της ταινίας, αλλά προσωπικά με άγγιξε περισσότερο η σπαρακτική μητέρα, Priyanka Bose.

Πρόσφατα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, είδαμε τις Μηχανές του Ραχούλ Τζέιν. Μετά λύπης μου διαπιστώνω, πως η κατάσταση στην Ινδία είναι πολύ άσχημη κι ίσως μη αναστρέψιμη με τα παρόντα δεδομένα. Η εκμετάλλευση αποτελεί καθημερινό φαινόμενο κι ανθρώπινη ζωή έχει μηδενική αξία, ελλείψει μόρφωσης, πολιτισμού και σκέψης. Μία κοινωνία δίχως ηθική κι αξίες, που το είναι συγκρούεται συνεχώς με το φαίνεσθαι. Κι όμως εν μέσω κακουχιών, το καλό κερδίζει, έστω και με αρκετή δόση τύχης.


Είναι τραγικό το γεγονός, ότι στην Ινδία, κάθε χρόνο, περίπου 80.000 παιδιά αγνοούνται, ενώ πάνω από 11.000.000 (ναι καλά διαβάσατε), ζουν στους δρόμους. Αρχικά η ταινία είχε τον τίτλο, " A Long Way Home ", όπως ακριβώς και τα απομνημονεύματα. Προφανώς όμως η ψυχή χιλίων λεόντων, που έδειξε ο Σαρού, οδήγησε την παραγωγή στην μετονομασία της στο Λιοντάρι. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι, ο πρωταγωνιστής, Ντ. Πατέλ, υποστήριξε, πως το σενάριο, ήταν το καλύτερο, που είχε διαβάσει ποτέ στη ζωή του. Άλλωστε είναι γνωστό πως η τέχνη αντιγράφει τη ζωή.


Η ζωή κάνει κύκλους. Ακριβώς έτσι, ο ενήλικας πια Σαρού, σπουδαστής, αποφασίζει να αναζητήσει το παρελθόν του, με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Είναι μία επίπονη διαδικασία, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τον περίγυρό του. Περνάει μία κρίση ταυτότητας κι αναζητεί τις πραγματικές του ρίζες. Η παλιννόστηση είναι ένα στοίχημα ζωής. 


Η φωτογραφία του Greig Frazer (Τhe Foxcatcher και Zero Dark Thirty) είναι αδιαμφισβήτητα κομμάτι της επιτυχίας. Από τη σκληρή Ινδία, μέχρι την ομορφιά της φύσης στην Αυστραλία, μέσα σε λίγα λεπτά. Η μουσική δένει αρμονικά με τις εικόνες και μας φέρνει κάπως στο μυαλό το εξαιρετικό Soundtrack του Moonlight. Και στο φινάλε μαζί με τις εικόνες των πραγματικών πρωταγωνιστών της ιστορίας, έρχεται το Never give up, που ερμηνεύει η Sia, για να αφήσει ένα ακόμα πιο αισιόδοξο μήνυμα. Ο επιμένων νικά.

Ένας ύμνος στον ίδιο τον Σαρού κι αυτά τα κατατρεγμένα παιδιά, που για να σε ευαισθητοποιήσει πρέπει να είσαι ακόμα άνθρωπος, να αφήνεσαι ελεύθερος, να έχεις αισθήματα. Μία περιπλάνηση, που ισοδυναμεί με ένα μάθημα ζωής για καθένα από εμάς, ώστε αφενός να εκτιμήσουμε, όσα θεωρούμε δεδομένα κι αφετέρου να απλώσουμε χείρα βοηθείας στον πλησίον ...









Τρίτη 25 Απριλίου 2017

" Εμφύλιος " την ώρα που βουλιάζει ...

'
Με πρόσχημα την κάθαρση στον χώρο του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, συγκεκριμένοι μηχανισμοί καταφέρνουν να αποπροσανατολίζουν τον κόσμο από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Δεν είναι η πρώτη φορά, που στήνεται, τεχνηέντως μία κόντρα, μεταξύ ομάδων, προκειμένου η κοινή γνώμη να στρέψει εκεί το ενδιαφέρον της, την ώρα που δίπλα μας γίνονται σημεία και τέρατα. Να αρχίσει κανείς από το τέταρτο μνημόνιο, που είναι προ των πυλών, από τις ιδιωτικοποιήσεις, από τις μηδενικές μεταρρυθμίσεις και το νέο κύμα φόρων που αναμένεται; Δεν έχει τέλος. Η κατάσταση είναι απελπιστική. Ο κόσμος παραμένει αδρανής, επειδή όμως κάποια στιγμή η υπομονή τελειώνει, πρέπει την ενέργεια και το θυμό τους να τα εξωτερικεύσουν κάπου. Η κόντρα Βορρά-Νότου, ΠΑΟΚ-Ολυμπιακού ήταν παραδοσιακά κάτι που είχε την δύναμη να ιντριγκάρει τη μάζα. Ειδικά τώρα, που ο Δικέφαλος του Βορρά είναι οικονομικά δυνατός, εξαιτίας της παρουσίας του Ιβάν Σαββίδη, τα πράγματα είναι ακόμα ευκολότερα, ώστε να φανατιστεί ο κόσμος και να καλλιεργηθούν φρούδες ελπίδες, ανατροπής. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει μία αλλαγή, το καταλαβαίνει ο καθένας, ωστόσο τίποτα δεν αλλάζει από την μέρα στην άλλη. Θέλει χρόνο. Η κάθε εμπλεκόμενη πλευρά έχει τους δικούς της μηχανισμούς προπαγάνδας και  χειραγώγησης του κοινού, με στόχο να κερδίσει επικοινωνιακά. Στο τέλος όμως, η ιστορία συνηθίζει να μην έχει happy end κι οι επιπτώσεις για την κοινωνία είναι δυσμενείς, όταν κοπάσει όλος αυτός ο ντόρος, καθώς το μέλλον μας υποθηκεύεται ολοένα και περισσότερο. Κι αυτή είναι η ουσία, που μένει στο φινάλε ...

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Ηνωμένες Πολιτείες της Αγάπης


Πολωνικό σινεμά, σε Βαλκανικό φόντο. Αυτός ήταν ο πρώτος τίτλος, που μου ήρθε στο μυαλό, βλέποντας την νέα ταινία του Τόμας Βασιλέφσκι, που τιμήθηκε με Αργυρή Άρκτο Σεναρίου στο περσινό, Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Aυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, που εξερευνά τον ανεκπλήρωτα έρωτα, την εποχή (1990) που ο κομμουνισμός υποχωρεί κι ο σοσιαλισμός επικρατεί.

Τέσσερα πορτραίτα γυναικών, που βρίσκονται εγκλωβισμένες σε μία κλειστή κοινωνία και προσπαθούν να επαναστατήσουν, η καθεμία με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο. Η Αγκάτα ερωτεύεται το απαγορευμένο κι είναι έτοιμη να τινάξει τον γάμο της στον αέρα. Η Ίζα, διευθύντρια του σχολείου, ερωτεύεται τον γιατρό, ζουν παράνομα, μέχρι το θάνατο της γυναίκας του, που φέρνει μία μεγάλη ανατροπή στα όνειρά της. Αδελφή της, παλιά νικήτρια καλλιστείων και νυν δασκάλα χορού και γυμναστικής, η Μαρζένα, περιμένει τον άντρα της, που έχει φύγει στη Γερμανία κι η Ρενάτα, μεσήλικας, άνεργη πλέον, ψάχνει ευκαιρία για επικοινωνία, παρακολουθώντας την γοητευτική γειτόνισσά της.

Πρόκειται για μία εποχή που οι ηθικές αναστολές κι οι ενδοιασμοί έχουν καμφθεί σε μεγάλο βαθμό. Είναι η πρώτη χρονιά της ελευθερίας. Υπερτερούν τα ένστικτα, των συναισθημάτων και της λογικής. Ήρθε η στιγμή της εκπλήρωσης των απωθημένων. Σαν να΄ταν φυλακισμένοι και τώρα ζουν ξανά. Η καθεμιά εκδηλώνει την αγάπη της διαφορετικά, ξεχωριστά. Από την διακριτική παρακολούθηση, στην απέλπιδα προσπάθεια, δίχως αξιοπρέπεια, στη διακριτική παρακολούθηση, τον ρομαντισμό και την κατανόηση.


Το δύσκολο είναι πως αυτό το έργο θα μιλήσει στη ψυχή του θεατή. Πρέπει ο ίδιος να κάνει κόπο, να εμβαθύνει, να σκεφτεί, να δώσει χρόνο κι ενδεχομένως μία δεύτερη ευκαιρία. Εδώ το σινεμά δεν είναι μόνο ψυχαγωγία, είναι αφορμή για εξερεύνηση μίας ολόκληρης εποχής, που αγγίζει το σήμερα. Άνθρωποι που δεν έζησαν στα όρια, δεν ρίσκαραν, δεν απογοητεύτηκαν, ούτε τόλμησαν, δυστυχώς δεν θα νιώσουν όσα πρέπει. Θα μείνουν στις σκηνές του sex και θα αναζητούν την αγάπη, με παράπονο προς τον σκηνοθέτη, που δεν τους χάρισε έτοιμη τροφή.

Κι όμως διεισδύοντας στο έργο, αντιλαμβάνεσαι τα αδιέξοδα που προκύπτουν. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι, στην πραγματικότητα μόνοι, τους ενώνει η πολυκατοικία. Η ΜΟΝΑΞΙΑ κι η απομόνωση φωνάζουν. Ειδικά στη σκηνή που ο γιατρός επισκέπτεται την διευθύντρια ή σ΄αυτήν του συγκινητικού waltz. Η ελπίδα συγκρούεται με την αβεβαιότητα σε μία εποχή πλήρους απελευθέρωσης και μεγάλων αλλαγών κοινωνικοπολιτικά. Χαρακτηριστικά, που μας δείχνουν που βρισκόμαστε είναι το κάπνισμα, ακόμα η δύναμη της θρησκείας κι η διαφθορά με τις εξυπηρετήσεις, που σαφώς φτάνουν στην εποχή μας.


Οι ερμηνείες τόσο των γυναικών, όσο και των ανδρών, που τις υποστηρίζουν, προάγουν την πλοκή και δίνουν στον θεατή την εντύπωση, πως πρόκειται για φτασμένους ηθοποιούς με μεγάλη εμπειρία. Το δίκοπο μαχαίρι της ταινίας όμως, έχει ονοματεπώνυμο, Όλεγκ Μούτου (4 μήνες, 3 εβδομάδες, 2 ημέρες και Πίσω από τους Λόφους). Mολδαβός οπερατέρ, συνεργάτης του σπουδαίου Ρουμάνου, Κρίστιαν Μούντζιου κι εδώ ακριβώς γίνεται η σύνδεση, η γέφυρα με τα Βαλκάνια. Ο πενιχρός φωτισμός, το γκρίζο φόντο, από την πρώτη κιόλας σκηνή, δηλώνει την μετάβαση κι είτε σε κερδίζει και γίνεσαι κομμάτι του έργου, είτε σε αποθαρρύνει και χάνεσαι. Μέση κατάσταση, δεν υπάρχει.

Είναι μία καλή ταινία, αλλά δυστυχώς δεν είναι για όλους. Ίσως κάποιοι άνθρωποι που είναι στα όρια της κατάθλιψης ή βίωσαν αντίστοιχες εμπειρίες, ταυτιστούν με κάποια από τις βασικές ηρωίδες, κάποιοι άλλοι θα αποχωρήσουν από την σκοτεινή αίθουσα, απογοητευμένοι και μία τρίτη κατηγορία, πεπαιδευμένοι, θα κάνουν μία βουτιά, αναζητώντας την ουσία, πίσω από τις εικόνες και τις λέξεις. Η συντηρητική Ευρώπη, δυστυχώς, δεν μπορεί να αντέξει αυτό το σινεμά. Δε θέλει να κοιτάξει πίσω, ούτε δίπλα, συνεχίζει να χαράζει ένα συγκεκριμένο δρόμο, αδιάφορη, φορώντας παρωπίδες.




Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Βερολίνο, Αντίο


O Φατίχ Ακίν επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με ένα road trip ενηλικίωσης και σαφείς κοινωνικές αιχμές για προβλήματα, που μαστίζουν την κοινωνία της Γερμανίας. Μετά την τεράστια επιτυχία του Soul Kitchen το 2009, βλέπουμε μία δραματική κωμωδία για την επώδυνη αυτή φάση της ζωής μας, βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βόλφγκανγκ Χέρντορφ, που έγινε best seller και μεταφράστηκε τουλάχιστον σε εικοσιπέντε γλώσσες.

Η σχολική χρονιά μόλις έχει ολοκληρωθεί. Ένα φαινομενικά αταίριαστο δίδυμο, ο Μάικ κι ο Τσικ, αποκλεισμένοι από τον περίγυρο της τάξης, αποφασίζουν να ξεκινήσουν ένα ασυνήθιστο ταξίδι για την ηλικία τους. Το μόνο σίγουρο είναι, πως κανείς δεν πρόκειται να τους αναζητήσει. Πυξίδα τους, η καρδιά, σε μία δοκιμασία που τους ωριμάζει, δίχως να το καταλάβουν και τους δένει για μία ζωή.




Η άγνοια κινδύνου, η παιδική αφέλεια κι η νεανική τρέλα τους οδηγούν σε αχαρτογράφητα μονοπάτια. Αυτό το καλοκαίρι θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη τους, διότι έκαναν το ξεπέταγμά τους κι έδωσαν νόημα στη γεμάτη πλήξη αστική ζωή τους, νικώντας τη δειλία και τον φόβο. Έζησαν στα όρια, στην ανομία, κινδύνεψαν, πάλεψαν, γνώρισαν νέα πρόσωπα και μέρη και τελικά επέστρεψαν στη βάση τους φανερά πιο δυνατοί. 

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης τονίζει, πως τα γυρίσματα ήταν τα πλέον εξοντωτικά τις καριέρας του. Ίσως παρόμοια να ήταν η κατάσταση μόνο στην ταινία «Μαζί Ποτέ». Δεν είχαν τον χρόνο να δουν τι κάνουν σωστά και τι λάθος, έπρεπε απλά να συνεχίσουν. Και παρά την ένταση και την πίεση, ο Φ. Ακίν δεν έχασε το έλεγχο. Δημιούργησε μία ταινία ποιητική, που θέλοντας και μη παραδίνεσαι στη μαγεία της και γίνεσαι πρωταγωνιστής. Άραγε πόσοι είχαμε ονειρευτεί κάτι ανάλογο και δεν βρήκαμε ποτέ το κουράγιο, να το πραγματοποιήσουμε;




Η μαγεία της Φύσης, τα φανταστικά τοπία μίας Γερμανίας αλλιώτικης, που τα Μέσα δεν θέλουν να προβάλλουν, σε συνδυασμό με τη μουσική των R. Clayderman και Vince Pope απογειώνουν το έργο. Γεννιούνται συναισθήματα, ενεργοποιούνται οι αισθήσεις και μαεστρικά οδηγούμαστε σε ένα συγκινητικό φινάλε, που οι αξίες και τα ιδανικά κερδίζουν πανηγυρικά, τα εφήμερα της εποχής.

Πώς φτάσαμε όμως σ΄αυτήν την μοναδική εμπειρία; Ο Τσικ είναι Ρώσος, τσιγγανικής καταγωγής και αλλάζει συνεχώς ορφανοτροφεία, ο Μάικ είναι γόνος ευκατάστατης, πλην όμως προβληματικής οικογένειας, με αλκοολική μητέρα (εθισμός), που τα καλοκαίρια πηγαίνει στη " Φάρμα Ομορφιάς " κι αδιάφορο πατέρα (παραμέληση και ενδοοικογενειακή βία). Αν σ΄αυτά προσθέσουμε και το περίεργο παρουσιαστικό τους, που τους αποκλείει από τις κοινές δραστηριότητες του σχολείου (ρατσισμός), εύκολα καταλαβαίνει κανείς, γιατί έκαναν τη δική τους επανάσταση, τώρα που το αίμα τους ακόμα βράζει και τα θέλω μπορούν να νικήσουν τα πρέπει.




Σε αυτήν την ηλικία για να περάσεις καλά και να μείνεις χωρίς απωθημένα, πρέπει να είσαι και λίγο ψυχάκιας, όπως χαρακτηρίζουν οι συμμαθητές του, τον Μάικ. Να τολμάς, να ρισκάρεις, να γεύεσαι. Ο Τσικ άναψε απλά το φυτίλι. Κάποια στιγμή αναρωτιέμαι, τα καύσιμα δεν τελειώνουν ποτέ; Κι όταν συμβεί όμως αυτό θα βρουν τη λύση και μαζί τον έρωτα και τη ξεγνοιασιά μέσα στην περιπέτεια.

Μία ζωγραφιά, ένα παραμύθι με χιούμορ, ειλικρίνεια κι αυθορμητισμό, που αγγίζει τον θεατή. Ξεκινά κι ολοκληρώνεται με το σχήμα του κύκλου και μας θυμίζει πως κάθε " δάνειο " στη ζωή πληρώνεται ακριβά κι ότι σημασία έχει το ταξίδι, η στιγμή κι όχι απαραίτητα ο προορισμός ...










Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

Fences


O Nτάνζελ Ουάσιγκτον, στην τρίτη του προσπάθεια, σκηνοθετεί για λογαριασμό του εαυτού του και της Βαιόλα Ντέιβις, το θεατρικό έργο του August Wilson, " Fences ", που κέρδισε Βραβεία, Πούλιτζερ και Τόνυ. Ένα έργο που έφτασε μέχρι την τελική ευθεία των OSCARs και χάρισε το Χρυσό Αγαλματίδιο Β΄γυναικείου ρόλου, στην πρωταγωνίστρια, που πραγματικά έθελξε με την παρουσία της.

Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 50΄ στο Πίτσμπεργκ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ένας έγχρωμος, πρώην αθλητής του μπέιζμπολ (T.Mαξσόν), γεμάτος ανεκπλήρωτα όνειρα κι απωθημένα, εργάζεται ως καθαριστής, στη μάχη της βιοπάλης. Έχει πλέον μία κανονική ζωή, παρά τις περιπέτειες του παρελθόντος κι ισορροπεί καθημερινά ανάμεσα στα πρέπει και τα θέλω του. Κοντά του μία σύζυγος υπόδειγμα, στήριγμα, ικανή να πνίξει τις επιθυμίες της, προκειμένου να διατηρήσει στο ακέραιο το οικοδόμημα, που ονομάζεται οικογένεια.


H μεταφορά του έργου από την σκηνή στην Μεγάλη Οθόνη δεν ήταν εύκολη διαδικασία. Η επιθυμία του σκηνοθέτη όμως ήταν, Αφροαμερικάνος να αναλάβει το δύσκολο αυτό φορτίο. Κι αυτός έμελλε να είναι ο πρωταγωνιστής. Δίνεται η ευκαιρία στον θεατή να εντρυφήσει στην καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων, να εμβαθύνει σε όσα βιώνουν και τον αντίκτυπο που έχουν πάνω τους, όσα έχουν προηγηθεί στις ζωές τους. " Κάποιοι χτίζουν τον φράχτη για να κρατάνε τους ανθρώπους έξω απ΄αυτόν κι άλλοι για να κρατάνε τους δικούς τους μέσα ".

Ακριβώς στη δεύτερη κατηγορία ανήκει η Ρόουζ. Mία υπομονετική γυναικά, που έχει μεγαλώσει, περνώντας δύσκολα παιδικά χρόνια, αλλά εκτιμάει όσα της έχει φέρει η ζωή. Είναι ό,τι πιο αισιόδοξο συναντάμε σε ολόκληρο το φιλμ. Από την άλλη, ο κυνικός Τρόι, αρνείται να αποδεχθεί, ότι ο κόσμος γύρω του συνεχώς αλλάζει κι ότι κι ο ίδιος έχει κάνει λάθη. Εξωτερικεύει την οργή του για την " άδικη " καθημερινότητα, στο πρόσωπο των γιο του. Στον αδελφό του (Μ.Williamson), που έχει χάσει τα λογικά του, οφείλει την τύχη του, ενώ τη φωνή της λογικής αποτελεί, ο φίλος του (St. Henderson), που κάνει την απέλπιδα προσπάθεια να τον επαναφέρει στην τάξη, πριν τα διαλύσει όλα, όταν αντιλαμβάνεται, πως έχει λοξοδρομήσει.


Κοινό στοιχείο είναι, ότι το παρελθόν κυνηγάει συνεχώς τους δύο πρωταγωνιστές. Τον Τρόι, με τον γιο του. Έχει το ταλέντο να γίνει επαγγελματίας αθλητής, αλλά ο ίδιος δεν αντέχει να τον δει να τον ξεπερνάει ή να περνάει όσα ο ίδιος, κατά την περίοδο της ενηλικίωσής του και τη Ρόουζ, με την κατάσταση, που επικρατεί στην οικογένεια κι ουσιαστικά αναβιώνει τον εφιάλτη, που έζησε μεγαλώνοντας, έχοντας αδέλφια από διαφορετικούς γονείς. Συγκλονιστικό το ξέσπασμα της, λίγο πριν το φινάλε. Όσο δύσκολα τα πνίγει μέσα της, τόσο εύκολα βγαίνουν σκληρά λόγια. Όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι, το ποτάμι δεν έχει γυρισμό.

Κι όμως το μεγαλείο της ψυχής την οδηγεί στη συγχώρεση. Ο φράχτης υποδηλώνει μεταφορικά τα όρια. Κάποιοι τα ξεπερνούν. Υπάρχει η θετική έννοια αυτού, η τόλμη κι η αρνητική του, η έλλειψη σεβασμού. Στο τέλος, ο καθένας όμως παίρνει ό,τι αξίζει. Οι άνθρωποι είναι οι επιλογές τους κι αυτές τους κυνηγούν, τους στοιχειώνουν.


Έργο ικανό να αγγίξει τον θεατή, να τον θέσει σε ρόλο πρωταγωνιστή και να τον κάνει να σκεφτεί, πως θα αντιδρούσε ο ίδιος, κάτω απ΄αυτές τις ομολογουμένως ιδιάζουσες συνθήκες. Ένα οικογενειακό δράμα, με αιχμές για τον ρατσισμό, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τα " δεινά " του έγγαμου βίου. Με δύο σπουδαίες ερμηνείες και δευτερεύοντες ρόλους, που προάγουν την πλοκή και μας οδηγούν στο φινάλε, εκεί που δεν χωρούν εγωισμοί και καμία διάθεση εκδίκησης.










Τα Δάση της Σιβηρίας


Είναι κάποιες φορές, που δεν πας τόσο υποψιασμένος στον Κινηματογράφο, γι΄αυτό που θα δεις, απλά ο τίτλος σου έχει κινήσει την περιέργεια και φεύγοντας σου μένει η αίσθηση, ότι πραγματικά παρακολούθησες ένα αριστούργημα, για το οποίο ελάχιστος ντόρος έχει γίνει και θέλεις να το μοιραστείς με όσους περισσότερους μπορείς. Κάπως έτσι αποχώρησα, Μεγάλη Πέμπτη βράδυ από την αίθουσα Παύλος Ζάννας του Ολύμπιον. Τα Δάση της Σιβηρίας του Σαφί Νεμπού αποτελούν κάτι μεταξύ οδοιπορικού ντοκιμαντέρ και ταινίας θρίλερ για τη δύναμη του ανθρώπου και την ανάγκη του να ζήσει ελεύθερος. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Σιλβέν Τέσον, αποτελεί πηγή έμπνευσης για τον σκηνοθέτη, που αγγίζει την τελειότητα, με τούτο εδώ το έργο του, στην πέμπτη του προσπάθεια.

Ο Τεντί, ένας επιτυχημένος επαγγελματίας, που έχει κουραστεί με τη συμπεριφορά των ανθρώπων και τη βοή του κόσμου στο άστυ, αποφασίζει να τα παρατήσει όλα και να αποσυρθεί σε μία καλύβα, κοντά στη λίμνη, Βαικάλη στη Σιβηρία. Ο χειμώνας δριμύς, ο κίνδυνος συνεχώς ελλοχεύει. Από τα έντονα καιρικά φαινόμενα, μέχρι τις αρκούδες, που ψάχνουν φαγητό. Στο φόντο δεν υπάρχει ούτε κινητό τηλέφωνο, ούτε Διαδίκτυο, ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα. Κι όταν ο ίδιος χάνει τη μάχη, ως από μηχανής Θεός εμφανίζεται στο προσκήνιο, ο Αλεξέι και στην πορεία καλλιεργείται μεταξύ τους μία αληθινή σχέση, μία πραγματική, αντρική φιλία, που θα φτάσει μέχρι το τέλος.


Ομολογουμένως μιλάμε για μία μοναδική εμπειρία, που ζούμε κι εμείς, ως απλοί παρατηρητές, πλάι στον πρωταγωνιστή. Ο πρώην ιδιοκτήτης του λέει τη στιγμή της αποχώρησής του, " εδώ είναι το ιδανικό μέρος να αυτοκτονήσεις ". Βεβαίως δεν το καταλαβαίνει ποτέ, ωστόσο εμείς κατανοούμε πλήρως το παράτολμο της επιλογής του. Είναι όμως τόσο μεγάλα τα άγχη, τα βάρη του σύγχρονου πολιτισμού, που οδηγούν τον άνθρωπο στην απόλυτη μοναξιά κι απομόνωση. Κι όμως εκεί βρίσκει τη γαλήνη, σε πράγματα μικρά, που εμείς θεωρούμε δεδομένα και δεν τους δίνουμε την πρέπουσα σημασία. Επιστρέφει στη φύση, σε αυτή που τον γέννησε κι απολαμβάνει τη σιωπή.

Έχει όσο χρόνο χρειάζεται για περισυλλογή, κάθαρση του μυαλού και της ψυχής. Αποτελεί αναγκαιότητα, αυτή η επανεκκίνηση. " Eδώ νιώθω ζωντανός ". Οι αντιξοότητες δεδομένα θα τον κάνουν πιο δυνατό κι εφόσον αποφασίσει να επιστρέψει στα εγκόσμια, αυτή του η εμπειρία θα μείνει ανεξίτηλη και θα τον συνοδεύει, ώστε να ξεπερνάει τα αδιέξοδα. Παρακολουθούμε έναν αγώνα επιβίωσης, ένα αληθινό survivor και νικητής μπορείς να βγεις μόνο, αν συνεργαστείς. Να δώσεις και να πάρεις, νικώντας τις νόσους τις εποχής.


Η μουσική του Ιμπραίμ Μααλούφ (υποψήφια για Cesar) δένει εξαιρετικά με τα τοπίο. Χιόνια, άσπρο, άσπρο, άσπρο, το μάτι κουράζεται, αλλά η δράση δεν αφήνει τον εγκέφαλο να πάρει το μήνυμα. Είναι σαν να δρα ανταγωνιστικά στους υποδοχείς. Κάτι μοναδικό. Και μένω στην εικόνα του στερνού μονόπλευρου αποχαιρετισμού, του ύστατου χαίρε. Τεντί ... Αλεξέι ... Τεντί ... Αλεξέι ... Τεντί ... Αλεξεί. Μοιάζει παιχνίδι, μα είναι τόσο σοβαρό. Λυγίζεις. Σε διαλύει ...

Οι πάγοι σιγά σιγά λιώνουν και μαζί η κλεψύδρα αδειάζει. Ένας χρόνος, μία ολόκληρη ζωή, γεμάτος στιγμές και μαθήματα, που θα τον συντροφεύουν για πάντα. Γιατί τόλμησε, ρίσκαρε, έζησε στα όρια, ίσως και να τα ξεπέρασε και πλέον είναι ένας άλλος, καλύτερος, άνθρωπος. Κάπως έτσι μετέτρεψε την αυτοτιμωρία, την (αυτό)εξορία, σε λύτρωση και παραγωγικό χρόνο προς εξαγνισμό των αμαρτιών του παρελθόντος, ακροβατώντας σε ένα τεντωμένο σχοινί ...






Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Πρωί Μεγάλης Τρίτης


Στη ζωή δεν χρειάζονται πολλά πράγματα. Ένα πρωινό σε έναν τόπο ξένο, που νιώθεις τόσο οικείο, σε αναζωογονεί. Λίγο αεράκι, περνώντας διώχνει έγνοιες και προβλήματα. Η δροσιά θυμίζει πως ακόμα είναι Άνοιξη. Το ίδιο και τα ανθισμένα λουλούδια. Η μουσική ικανή να σε συνεπάρει. Η σκέψη νοερά ταξιδεύει, είναι ελεύθερη, κάνει κι αυτή το διάλειμμά της από την καθημερινότητα. Είναι λίγες ώρες, ξεγνοιασιάς, απόλαυσης, που μεγαλώνοντας καταλαβαίνεις πως συνεχώς θα μειώνονται, όσο οι ευθύνες αυξάνονται.

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

H μυστική γραφή


Ο Τζιμ Σέρινταν στα 68 του χρόνια επιστρέφει στην Ιρλανδία και σκηνοθετεί το best seller του Σεμπάστιαν Μπάρι, " Τhe Secret Scripture ". 'Eνα έργο, που έχει τεράστια δύναμη κι ένα συγκλονιστικό φινάλε, ύστερα από συνεχείς ανατροπές. Σε πολλούς φάνηκε προβλέψιμο. Ίσως να μην μπορούν πλέον να απολαύσουν το σινεμά, περνώντας τα χρόνια. Προσωπικά συνέλεξα πολλά στοιχεία, που με κάνουν να θεωρώ την ταινία μεστή, ένα κοινωνικό δράμα υψίστης σημασίας και μία από τις τρεις καλύτερες της χώρας την τελευταία τριετία, μαζί με το Glassland και το " Eρασιτέχνες Παράνομοι ".

Μία ψυχιατρική κλινική είναι έτοιμη να αδειάσει και να μετατραπεί σε ένα πολυτελές σπα. Από την αρχή η εστίαση αφορά μία γυναίκα, τη Ροζάν ΜακΝάλτι. Σύντομα θα μάθουμε την πικρή της ιστορία και τον αγώνα της δικαίωση, λίγο πριν συναντήσει νομοτελειακά τον θάνατο. Ο ψυχίατρος, Στίβεν Γκριν, θα ασχοληθεί επισταμένα με την περίπτωσή της, δείχνοντας υπομονή κι αληθινό ενδιαφέρον, σε αντίθεση με κάθε άλλον στο παρελθόν και στο τέλος θα βγουν κι οι δύο κερδισμένοι στη μάχη ενάντια στον χρόνο και τις συγκυρίες, που τόσα χρόνια τους χώριζαν.


Η δράση λαμβάνει χώρα κυρίως στο παρελθόν. Μέσω ενός παρατεταμένου flash back πληροφορούμαστε, πως η πανέμορφη, Ρόουζ έφτασε εδώ. Μία ηρωίδα της ζωής, μία άξια γυναίκα, που έζησε στα όρια κόντρα στο ρεύμα της εποχής και τιμωρείται σκληρά, για την τόλμη της. Από το Μπέλφαστ, μεταφέρεται βίαια στο Σλίγκο. Ο εγκλεισμός της φυσικά ήταν πέρα για πέρα άδικος, όπως μας δείχνει ξεκάθαρα η ιστορία που ξετυλίγεται. Οδηγείται στην καταστροφή, μέσα από τις αλλεπάλληλες απώλειες, που βιώνει. Πρώτα ο άντρας, μετά ο γιος και τέλος η ίδια της η ελευθερία. Ποιος ήταν άραγε ο ρόλος του κρατικού μηχανισμού; " Απάνθρωποι εκκένωσαν τη δημοκρατία, που δεν ήταν σε πόλεμο ".




Η ίδια δίνει τον περήφανο αγώνα της να μη ξεχάσει. Γι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο γράφει συνεχώς, τη δική της, Βίβλο. Κρατάει ένα ημερολόγιο. Όλος της ο πλούτος είναι αυτό. Έχει πίστη για ηθική κι όχι μόνο,δικαίωση. Μέσα σε έναν λαβύρινθο αναζητά την αλήθεια, λίγο πριν το τέλος της ζωής της και το ένστικτο την οδηγεί στο να κερδίσει και πάλι πίσω της αναμνήσεις της κι ό,τι πολυτιμότερο της έχει απομείνει στη ζωή.

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο μοιράζονται, η αρχοντική Βανέσσα Ρεντγκρέιβ κι η εκθαμβωτική, Ρούνει Μάρα, ενώ ο εκπληκτικός στη Γυάλινη Πόλη, Τζακ Ρέινορ, υποδύεται τον Μάικλ και κερδίζει την κούρσα διεκδίκησης της όμορφης κοπέλας. Από την αναφορά μου φυσικά δεν μπορώ να παραλείψω, τον Έρικ Μπάνα, που διαδραματίζει κομβικό ρόλο, ώστε να τρέξει η πλοκή και να φτάσουμε στο λυτρωτικό τέλος. Που τέλος σημαίνει η επίτευξη του σκοπού. Η θεία δίκη, η νίκη του καλού.




Την επιτυχία μεγαλώνει δε, η φωτογραφία του Ρώσου, Μιχαήλ Κρίχμαν, που γνωρίσαμε στο εξαιρετικό, Leviathan, όπως κι η φυσική ομορφιά της χώρας. Παράλληλα θίγονται ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα. Από πού να ξεκινήσουμε; Από το ρόλο της εκκλησίας, από τον φόβο του μικρόκοσμου, για να φτάσουμε μέχρι τον πόλεμο. Τη μεγαλύτερη κατάρα, που τόσα δεινά σκορπάει στην ανθρωπότητα και τα αθώα θύματα, που παίρνει μαζί κι αφήνει πίσω του.


Κάποιος τόλμησε, να ακούσει και να ψάξει την ιστορία, ακόμα κι αν ήταν μοιραίο να το κάνει, έδειξε αλληλεγγύη και δύο ζωές σώθηκαν. Η Μυστική Γραφή αποτελεί ύμνο για όποιον ακόμα και σήμερα θυμάται, πονάει και κυνηγάει το αδύνατο. Αυτό, που γνωρίζει ό,τι αξίζει, αλλά κάποιοι του το έχουν στερήσει άδικα. Οι αρχαίοι άλλωστε το έλεγαν ξεκάθαρα, ο τολμών νικά ή αν θέλετε, η τύχη ού ξυλαμβάνει τοις αθύμοις ...













Σάββατο 8 Απριλίου 2017

Παράδοξη ευτυχία


Tα χρόνια που περνάμε είναι δύσκολα κι όχι μόνο στην Ελλάδα, σε ολόκληρο τον κόσμο. Ακόμα κι εκεί, που το σκηνικό μοιάζει ιδανικό, ενυπάρχουν προβλήματα βαθιά ριζωμένα στις ψυχές και την καθημερινότητα των ανθρώπων. Ο Σβεν Ταντίκεν στην τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία, ξεκίνησε από το Κάρλοβι Βάρι και συνεχίζει να ταράζει, όσους μπορούν ακόμα να αφεθούν ελεύθεροι για περίπου εκατό λεπτά στο σινεμά. Βασισμένος στην " Αρχέγονη Ευτυχία " της Σκωτσέζας, Άλισον Λουίς Κένεντι σκηνοθετεί το παράδοξο της ιστορίας, που κρύβεται μέσα σε μικρά, απλά πράγματα, που δίνουν χρώμα στις ζωές μας.

Η Έλενε είναι μία σύζυγος εγκλωβισμένη σε έναν ατυχή γάμο. Αναζητεί την ταυτότητά της κι ένα στήριγμα, κάπου να ακουμπήσει για να συνεχίσει να ελπίζει. Ο άντρας της, διαρκώς νευριασμένος, θυμωμένος, όλα του φταίνε. Αυτή ψάχνει πλέον διέξοδο, στην " αγκαλιά " ενός ψυχολόγου. Δεν είναι εύκολο. Για να θεραπευτεί, πρέπει να αποδεχθεί, πως έχει θέμα. Κι εκεί έγκειται, κατά την ταπεινή μου άποψη, το μεγαλύτερο μερίδιο της επιτυχίας. Πού να φανταστεί όμως κανείς τι κρύβει μέσα του αυτός ο άνθρωπος; Ποια είναι τα πάθη του κι οι εμμονές του; Οι ρόλοι κάποια στιγμή θα αντιστραφούν κι οι ανατροπές θα είναι συνεχείς, μέχρι το λυτρωτικό φινάλε.


Συχνά η απελπισία ή έλλειψη δύναμης κι αυτοπεποίθησης οδηγούν στον Θεό. " Που είσαι; " Οι περισσότεροι τότε τον θυμούνται. Καλώς ή κακώς, μόνο η ψυχή τους το ξέρει. Όταν κι εκεί δεν βρουν αυτό που ψάχνουν, μία ανταπόκριση, ισορροπούν στα όρια της τρέλας και της κατάθλιψης. Όλα τα παραπάνω σε συνάρτηση με το πόσο ισχυρή προσωπικότητα έχεις δημιουργήσει και πόσο ευάλωτος είσαι. Πάντα όμως, υπάρχει λύση. Αρκεί να θέλεις πραγματικά να την βρεις. Αν το επιθυμείς, θα τα καταφέρεις.

Πότε ήσουν τελευταία φορά ευτυχισμένη; Αλήθεια εσείς πότε ήσαστε και συνάμα ξέχνοιαστοι; Αυτή είναι η εποχή, που ζούμε και μεγαλώνουμε, ανεξαρτήτου χώρας. Γεμάτη αδιέξοδα, με λιγοστή άμεση επικοινωνία, γεμάτη υλικά αγαθά και κενές ψυχές. Για να νιώσεις και πάλι άνθρωπος, πρέπει να επιστρέψεις πίσω στα απλά. Να φλερτάρεις, να νιώσεις σημαντικός, να ξαναχτίσει κάτι υγιές από την αρχή, δίχως να συμβιβάζεσαι με το εφήμερο, να φεύγει έτσι ο καιρός. Γιατί δεν θα ξαναγυρίσει.

Η ίδια η συγγραφές είχε τονίσει, " μπορείτε να δείτε τις λέξεις σε αυτή τη σελίδα κι επειδή αυτές συνηθίζω να επιλέγω, θα σας φανερώσουν τη μορφή μου. Βρίσκομαι εδώ για να με διαβάσετε, όπως θα διαβάζατε την αποτύπωση του σώματός μου, σε ένα κρεβάτι, μετά από μία ανήσυχη νύχτα.


Μεγάλο μέρος στην επιτυχία της ταινίας διαδραματίζουν, οι Μαρτίνα Γκέντεκ και Ούλτριχ Τουκούρ (μαζί στις Ζωές Των Άλλων για πρώτη φορά), που είναι οι δύο πρωταγωνιστές. Από την μία η Γερμανίδα, ίσως στον καλύτερο ρόλο της καριέρας της. Με την κάμερα να εστιάζει πάνω της και να ακτινογραφεί τον γολγοθά της. Το κλάμα, τον πόνο, το δειλό χαμόγελο, την επιστροφή της άσωτης, την ταλαιπωρία κι εν τέλει την ευτυχία.  Η φωτογραφία της Ντανιέλα Κναπ, την αναδεικνύει σε κινητήριο μοχλό της δράσης. Πράος, με πίστη στον εαυτό του, αλλά κυριευμένος από ασίγαστα πάθη, ο συμπρωταγωνιστής. Έχει τον τρόπο να κερδίσει τη συμπάθεια και το σθένος να νικήσει τελικά, ό,τι τον σκοτώνει αργά. Γκλουχ το όνομά του στην ταινία σημαίνει ευτυχία. Προφητικό ή απλά τυχαίο;

Στόχος του ανθρώπου, πρέπει να είναι κάθε μέρα να ξεπερνάει τον εαυτό του. Να βάζει έναν μικρό στόχο και να τον πετυχαίνει. Με τον καιρό θα πειστεί, πως μπορεί να καταφέρει τα πάντα. " Πιστεύω σε κάτι, άρα πιστεύω σε μένα ". Τα πάντα ρεί. Αρκεί ο εγκέφαλος μας, να πάρει το μήνυμα της αλλαγής. Από εκεί και πέρα το δύσκολο, γίνεται εφικτό.

Μένω σε μία εικόνα. Με την Ελένε στο νοσοκομείο και τον Έντουαρντ στο πλευρό της να της λέει, πως είναι ένα όμορφο σαραβαλάκι. Σχήμα οξύμωρο. Την κάνει όμως να γελάσει. Αυτή ακριβώς είναι η αίσθηση, που αφήνει το φιλμ στον θεατή. Μέσα από αντιθέσεις, ανατροπές, το καλό νικάει. Τα ετερώνυμα έλκονται και ζουν τις πιο δυνατές στιγμές, βιώνουν τις πιο όμορφες εμπειρίες.

Η αποξένωση των ανθρώπων από τη φύσης του θεωρώ, πως είναι το μείζον θέμα. Και στη δική μας περίπτωση, δύο απ΄αυτούς κερδίζουν ξανά την αληθινή ζωή. Μπορούν να αγγίξουν ο ένας τον άλλον. Να μιλήσουν, να ερωτευθούν, να αγαπηθούν. Το έργο έχει τη δύναμη να σε συνεπάρει, να σε θέσει σε θέση πρωταγωνιστή, να ξεχάσεις πως ξεκίνησε η ιστορία και πως τελικά ολοκληρώνεται. Σε υπνωτίζει και σε αφήνει ξυπνώντας με την καλύτερη αίσθηση ...


Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Ακριβώς το τέλος του κόσμου


Μία ταινία του Ξαβιέ Ντολάν, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, ειδικά να δει κάποιος το κάστινγκ που την συνοδεύει και πληροφορηθεί, ότι κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες. Το " Ακριβώς το τέλος του Κόσμου ", βασισμένο στο θεατρικό έργο του Ζαν Λικ Λαγκάρς, έφτασε επίσης μία ανάσα από τις τελικές επιλογές στα OSCARs και κέρδισε τρία Σεζάρ, καλύτερης Σκηνοθεσίας, Μοντάζ και πρώτου ανδρικού ρόλου για τον Γκασπάρ Ουλιέλ. Ο νεαρός Καναδός,έχει κερδίσει τον κόσμο, παρά τον τολμηρό, αν θέλετε ιδιόμορφο, χαρακτήρα των θεμάτων που επιλέγει.

Ο Λούι, επιστρέφει σπίτι, λίγο πριν συμπληρώσει τα σαράντα του χρόνια. Έχει λείψει πολύ καιρό και θέλει να δει την οικογένειά του, ίσως για τελευταία φορά. Η μακάβρια εισαγωγή, μας βάζει από την αρχή στα βαθιά. Η ένταση μεγάλη. Ο ίδιος θέλει να πει κάτι σοβαρό, οι υπόλοιποι αναρωτιούνται για ποιον λόγο επέστρεψε, αλλά είναι ανίκανοι να μάθουν. Θα προσπαθήσει μέσα σε λίγες ώρες να γνωρίσει τη μικρή του αδελφή και τη νύφη του. Παραμένει παθητικός, ΑΚΟΥΕΙ, δεν μιλάει πολύ, χαμογελάει, δακρύζει, νιώθει, αλλά σιωπά. Ενστερνίζεται, το λακωνίζει φιλοσοφείν εστί και συνεχίζει να ανεβαίνει τον δικό του γολγοθά, αθόρυβα. Θα βρει άραγε τη δύναμη να εκμυστηρευτεί το μεγάλο του βάρος, την αίτια, που τον έφερε πίσω;


Είναι ένα φιλμ με πολύ υψηλά τα ντεσιμπέλ, με συχνές κρίσεις, με υστερίες. Ο κάθε άνθρωπος εκδηλώνει την αμηχανία του με διαφορετικό τρόπο. Εδώ βλέπουμε διαρκείς αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, μεταξύ των μελών της οικογένειας. Ο μεγάλος αδελφός, Αντουάν, αυθάδης, πρότυπο άντρα σε πατριαρχική οικογένεια. Η μικρή, Σουζάν, χαμένη σε μία ζωή γεμάτη εξαρτήσεις, συναισθηματικές και σωματικές, η μητέρα (Μαρτίν), μέσα σε μία γλυκιά τρέλα, για να αντέξει όσα της συμβαίνουν κι η νύφη, Κατρίν, αθόρυβη, υπομονετική.




Οι εκρηκτικοί διάλογοι εναλλάσσονται με τραγούδια. Ο θεατής παίρνει ανάσα και συγχρόνως σκέφτεται για λίγα λεπτά τις προηγούμενες στιχομυθίες, με στόχο να ξετυλίξει τον μίτο της Αριάδνης. Η εξαιρετική μουσική (Γκαμπριέλ Γιαρέντ) είναι από τα βασικά όπλα της ταινίας. Σε σαγηνεύει, σε ταξιδεύει. Γρήγορα όμως επιστρέφουμε, σε ένα κλειστό φόντο, με συνθήκες έντασης. Ο φόβος κυριαρχεί. Δεν υπάρχει χρόνος να ΑΚΟΥΣΟΥΝ και χώρος να ΑΓΑΠΗΣΟΥΝ, προφανώς και να αγαπηθούν. Σχέσεις συμβιβασμού, με μοναδικό στόχο την επιβίωση.

Η ίδια η Μαριόν Κοτιγιάρ (Κατρίν), που για μένα είναι κι ένα από τα κλειδιά της επιτυχίας, τονίζει: " Μου άρεσε αυτή η τόσο απλή ιστορία, μου άρεσαν οι διάλογοι, μου άρεσε η δύναμη και η απόγνωση και μου άρεσε το πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν να προστατέψουν τον εαυτό τους την ώρα που η λύση βρίσκεται μπροστά τους και δεν είναι άλλη από μια προσπάθεια να αγαπήσουν τον εαυτό τους.  Αλλά για να καταφέρεις να αγαπάς, πρέπει πρώτα να μάθεις να ακούς" .


Είναι η ανασφάλεια, η μοναξιά, η έλλειψη εμπιστοσύνης, το γεγονός, ότι κάποτε τους πλήγωσε. Δεν μπορούν να συγχωρέσουν, δεν έχουν τη δύναμη. Φωνάζουν, σαν του ζητούν τον λόγο, για την απουσία του. Δεν το λένε, το υπονοούν με τον τόνο της φωνής τους. Κι ο ίδιος θέλει να καλύψει το χαμένο χρόνο, μα δεν μένει πια καιρός, πρέπει να φύγει. Μόνο η Κατρίν είναι σεμνή, ήσυχη και την διακρίνει μία πραότητα. Δεν ξέρει, πως πρέπει να αντιδράσει.




Aξίζει να σημειώσουμε επίσης, ότι αυτό είναι το πρώτο έργο, που ο Nτολάν επιλέγει αμιγώς γαλλική σύνθεση. Νωρίτερα, επέλεγε πάντα και Καναδούς ηθοποιούς. Η ταινία πάντως γυρίζεται όλη στον Καναδά. Τα γυρίσματα διήρκεσαν περίπου είκοσι ημέρες, ενώ οι ηθοποιοί βρέθηκαν όλοι μαζί σε έξι απ΄αυτές. Όπως είναι λογικό, ήταν η επίσημη υποψηφιότητα του Καναδά για το OSCAR ξενόγλωσσης ταινίας για το 2017. Όπως αναφέραμε και παραπάνω ο Λουί είναι ένας χαρακτήρας του Λαγκάρς, που ο ίδιος έχει τονίσει πως ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον ίδιο. Mάλιστα, ο ίδιος ο σκηνοθέτης υποστήριξε, πως αυτήν ήταν η καλύτερη δουλειά του, μέχρι σήμερα κι είναι πολύ περήφανος γι΄αυτό. Τέλος, αναφέρω επίσης, ότι οι πρωταγωνιστές, σχεδόν όλοι, είχαν στο παρελθόν μεταξύ τους συνεργασίες. Επομένως ήταν ευκολότερο, να αναπτυχθεί μία καλή χημεία και να απολαύσουμε το αποτέλεσμα, που τελικά είδαμε στην Μεγάλη Οθόνη.

Για το σύνολο των ηθοποιών τα σχόλια νομίζω περιττεύουν. Η αφρόκρεμα του γαλλικού σινεμά. Ο Βενσάν Κασέλ, απότομος, λεκτικά βίαιος, εκδικητικός, κρατάει μέσα του ένα βαθύ θυμό, μέχρι να ξεσπάσει στο τέλος. Ο Ουλιέλ, στον ρόλο του πρωταγωνιστή, ακροβατώντας, μεταξύ του τότε και του τώρα ( " σκέφτομαι για το μέλλον-τραγική ειρωνεία " ), η Νάταλι Μπέι, που καταλαβαίνει πολύ καλά, αλλά δεν θέλει να καταλάβει, κατανοώντας τα πάντα και προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό της να ζήσει, σ΄ένα παραμύθι, κρατώντας μόνο ευχάριστες αναμνήσεις του παρελθόντος κι η συγκλονιστική, Λέα Σεντού, που καπνίζει σαν φουγάρο, γελάει, ξεσπάει και θέλει να ζήσει λίγες αληθινές στιγμές, πλάι στον αδελφό, που στερήθηκε, όσο μεγάλωνε. Για την Μ.Κοτιγιάρ, αντιληφθήκατε όλοι, πως την θεωρώ, την αποκάλυψη της ταινίας. Όλοι τους,όμως, τραγικές φιγούρες.


Το γεγονός, ότι η ταινία, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια παραμένει εγκλωβισμένη σε εσωτερικούς χώρους (σπίτι, αυτοκίνητο, ίσως να μην την αφήνει να αναπνεύσει και να χαρακτηριστεί αριστούργημα. Είναι, όμως μία από τις καλές ταινίες, αυτής της χρονιάς. Θέλει να μας καταδείξει, πως η αμφιβολία μπαίνει ανάμεσα στις ανθρώπινες σχέσεις και στη συνέχεια μας μεταμορφώνει, σε άβουλα όντα, κυριευμένους από τα ένστικτα και τις αισθήσεις, ανίκανους να ακούσουμε και κα΄τ επέκταση, να αγαπήσουμε ...