Addthis

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Όνειρο


  Είχε στυλώσει το βλέμμα της στο κενό. Φαινόταν ξανά χαμένη σε ένα δικό της κόσμο.
  Κοιτούσε για άλλη μια φορά αποστασιοποιημένα. 
  Αυτή η μάσκα, αυτό το τρομακτικό προσωπείο είχε πέσει πάλι στο πρόσωπό της. Αισθανόταν ότι προστατευόταν όταν τη φορούσε. Όταν δεν άφηνε κανέναν να την πλησιάσει, γιατί όποτε είχε επιλέξει να αφεθεί και να το κάνει, κατέληγε να πληγωθεί.
  Πλέον, ο φόβος αυτός είχε αρχίσει να την κουράζει και να την στενοχωρεί γιατί δεν μπορούσε να δείξει στους γύρω της τα πραγματικά της συναισθήματα. Πότε πραγματικά χαμογελούσε πίσω από τη μάσκα της και πότε δεν υποκρινόταν απλά ότι όλα ήταν εντάξει.
  Πίστευε πώς ο μόνος τρόπος για να φαίνεται πάντα δυνατή ήταν να μην αφήνει να φανούν οι αδυναμίες και τα δάκρυα της. Όμως δεν το άντεχε πια αυτό. Ο φόβος της μετατρεπόταν σε θηλιά που την έσφιγγε ολοένα και περισσότερο. Ήθελε να μπορεί να φωνάξει "βοήθεια" όταν κάτι την έπνιγε. Όταν ο φόβος αυτός επέστρεφε ξανά... Κι ας ήξερε δε θα φαινόταν ψύχραιμη, ήρεμη και λογική όπως πάντα. Η μάσκα αυτή της έκλεβε την δυνατότητα να είναι ο εαυτός της και δεν θα ζούσε άλλο με αυτή όσο και αν πονούσε η αφαίρεση της.
  Εκείνος τρόμαζε πολύ όταν η έκφραση αυτή καταλάμβανε το πρόσωπό της. Δεν την έβλεπε πια. Έμοιαζε με ξένη. Ήταν απλά εκεί. Μια ύπαρξη που δε του θύμιζε σε τίποτα εκείνο το όμορφο, χαμογελαστό κορίτσι που τόσο είχε ερωτευτεί και αγαπούσε. Ένιωθε ότι κάτι την κατέτρωγε. Της έκλεβε από μέσα της τη σπίθα για τη ζωή.
  Σήμερα το πρωί, ενώ κοιμόταν δίπλα της, εκείνη πετάχτηκε από τον ύπνο της ανήσυχη, σαν κάτι να την πίεζε και να την εμπόδιζε να αναπνεύσει. Προσπαθούσε να ξαναβρεί την ανάσα της χωρίς να γίνει πάλι αντιληπτή αλλά εκείνος σύρθηκε κοντά της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Την ένιωθε ακόμη να τρέμει και ένιωσε τόσο δυνατή την επιθυμία να την προστατεύσει αλλά παράλληλα τόσο αδύναμος. Ανήμπορος. Ήξερε ότι μόνο εκείνη μπορούσε να βοηθήσει πραγματικά τον εαυτό της. Προσπάθησε να την πείσει να του αφηγηθεί όλα όσα είχε δει πάλι. Ο ίδιος εφιάλτης που την ταλαιπωρούσε ένα μήνα τώρα...
Χώθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος, χωρίς να ανοίξει τα μάτια του άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά της λέγοντας μόνο: "Πες μου όταν είσαι έτοιμη... ".
  Στην πραγματικότητα ήξερε πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να προστατευτεί από όσα το μυαλό της είχε ονομάσει "κινδύνους". Έπρεπε να τους κατονομάζει και να τους αντιμετωπίζει κάθε φορά από την αρχή. Σαν κάτι καινούριο. Αυτό ήταν που την τσάκιζε. Ξαναζούσε όλα εκείνα που της έκοβαν την ανάσα. Όλα εκείνα που την απέτρεπαν από το να ζήσει πραγματικά. Να είναι ο εαυτός της. Γι' αυτό επέλεγε να μην μιλάει σε κανέναν για όσα έβλεπε. Ακόμα και σε εκείνον. 
  Μόνο που σήμερα αυτή η μάσκα είχε αρχίσει να την στενοχωρεί και να την πιέζει.
Άρχισε να συνειδητοποιεί πόσο πίσω την κρατούσε το προσωπείο αυτό. Κατάλαβε πόσο αδύναμη και ψεύτικη την έκανε να φαίνεται. Μπορεί αρχικά να ένιωθε προστατευμένη φορώντας την όμως τώρα πια, η ψύχρα της μοναξιάς άρχιζε να την τυλίγει. Την ένιωθε να την χτυπάει σε όλο της το κορμί και αυτό την τρομοκράτησε. Δεν το ήθελε άλλο αυτό. Δεν έκανε για εκείνη. Μπορούσε να το διώξει. Ήταν ακόμα στο χέρι της. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει...
Πήγε και ξάπλωσε δίπλα του διστακτικά. Τον κοίταζε ενώ κοιμόταν. Πόσες φορές θέλησε να την κάνει να του μιλήσει και εκείνη τον έδιωχνε μακριά. Απορούσε με την υπομονή και την επιμονή του. Όμως τώρα πια τον έβλεπε ξεκάθαρα. Μπορούσε να βασιστεί πάνω του. Το είχε αποφασίσει... Άρχισε δειλά να του διηγείται ότι είδε.
 " Ήμουν μόνη σε μία παραλία. Ο καιρός ήταν ζεστός και ο ήλιος έλαμπε στον καταγάλανο ουρανό. Τα άσπρα σύννεφα έμοιαζαν να παίζουν μεταξύ τους παίρνοντας κάθε λογής σχήμα και εγώ τα κοίταζα χαμογελώντας και προσπαθούσα να μαντέψω τι παρίσταναν αυτή τη φορά.
Φορούσα ένα μακρύ, λινό, άσπρο φόρεμα και ήμουν ξυπόλητη πάνω στη ζεστή άμμο. Τα μαλλιά μου ήταν σγουρά και πάνω τους υπήρχαν μικροσκοπικά άσπρα ανθάκια διάσπαρτα μέσα στα μαλλιά μου.Άκουγα τον ήχο της θάλασσας και τα πουλιά που κελαηδούσαν και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό αισθάνθηκα ελεύθερη και τίποτα δεν με βασάνιζε... 
  Ξαφνικά, στο βάθος του ορίζοντα, έπεσε μια τρομακτική αστραπή και με μιας τα πάντα γύρω μου σκοτείνιασαν. Ο ουρανός γέμισε με μεγάλα μαύρα και γκρι σύννεφα. Η υπέροχη καλοκαιρινή μέρα έδωσε τη θέση της σε μια τρομακτική χειμωνιάτικη. Κρύωνα τόσο πολύ και φοβόμουν. Ο άνεμος έφερε μια ισχυρή τρικυμία. Τα κύματα έσκαγαν με φόρα πάνω στα βράχια και η όχθη της παραλίας φαινόταν άσπρη πια. Άκουγα το σφύριγμα του αέρα μέσα απο τις σπηλιές και ένιωσα να ανατριχιάζω ολόκληρη.Ήθελα να φύγω απο κει όσο πιο γρήγορα μπορούσα όμως για κάποιο λόγο δε μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου....
  Τότε σαν να μπορούσα να με δω ως κάποιος άλλος, είδα το πρόσωπο μου να παγώνει. Να νεκρώνει. Η έκφραση μου ήταν κενή και άρχισα να περπατάω προς τη θάλασσα με αργά αλλά σταθερά βήματα. Δεν έλεγχα πλέον το κορμί μου, κινούταν σαν απο μόνο του. Ήμουν ένας απλός θεατής σε όλα αυτά. Ανήμπορη να με βοηθήσω...Ανήμπορη να με σταματήσω...
 Και τότε το είδα... Έμπαινα πια μέσα στη θάλασσα. Το φόρεμα μου είχε αρχίσει να γίνεται μούσκεμα αλλά δε με ένοιαζε. Δεν κρύωνα πια. Δεν ένιωθα τίποτα. Απλά προχωρούσα. Μια φωνή πίσω μου, μου φώναζε να σταματήσω. Να γυρίσω πίσω ή να περιμένω να έρθει να με πάρει. Αρκεί να σταματούσα. Δεν άκουσα όμως.
Δεν μπορούσα να ακούσω. Συνέχιζα να προχωράω στη θάλασσα μέχρι που το νερό με κάλυψε ολόκληρη. Δεν μπορούσα να δω το σώμα μου. Δε μπορούσα να με εντοπίσω. Έβλεπα μόνο το νερό. Τότε με είδα. Βυθιζόμουν αργά με τα μάτια μου κλειστά δίπλα μου. Ήμουν τόσο απαθής, τόσο παραδομένη σε αυτό που μου συνέβη. Άρχισα να ουρλιάζω μόλις το σώμα μου πέρασε από δίπλα μου. Ήμουν τόσο ακίνητη, τόσο παγωμένη. Και τότε άνοιξα τα μάτια μου και ένιωσα να πνίγομαι. Το νερό δεν με άφηνε να αναπνεύσω και ένιωθα κάθε κύτταρο του κορμιού μου να πολεμά για τη σωτηρία. Όμως μάταια... Χρειάστηκαν μόνο μερικά λεπτά και μετά από λίγο έγινα άκαμπτη. Tο σώμα μου έπαψε να κινείται για πάντα.. " 
  Τελειώνοντας την αφήγηση της γύρισε και τον κοίταξε. Αυτό την έκανε να ξυπνήσει έτσι λοιπόν. Τόσο τρομαγμένη. Την έσφιξε πάνω του και τότε ένιωσε μέσα της μια μικρή φλόγα. Ένα αίσθημα αισιοδοξίας που είχε καιρό να νιώσει. Την καταλάβαινε από την αρχή και με την επιμονή του την έκανε να συνειδητοποιήσει και εκείνη πως στο πρόσωπο του είχε ένα σύμμαχο. Κάποιον τον οποίο μπορούσε να τον εμπιστευθεί και να ρίξει τη μάσκα της. Μπορούσε πάλι να είναι ο εαυτός της. Του χαμογέλασε και χώθηκε στην αγκαλιά του.


  Καμιά φορά όλοι μας τείνουμε να επιστρατεύουμε κάθε λογής μάσκα. Φυσικά όταν τις πρωτοβάλαμε δεν είχαμε σκοπό να κοροϊδέψουμε κανέναν.
Εντάξει, ίσως μόνο λίγο τον εαυτό μας γιατί νομίσαμε ότι μπορούσαν να μας προστατέψουν από όσα φοβόμασταν κατά καιρούς στη ζωή μας. Όμως να σου εκμυστηρευτώ κάτι; Ανυπομονώ για την στιγμή που θα αρχίσουν να σε πιέζουν και θα θες επιτέλους να της ξεφορτωθείς. Φυσικά δε θα είναι καθόλου εύκολο. Τα κομμάτια θα φεύγουν ένα ένα, και ίσως να πονάνε και λίγο όσο τα ξεφορτώνεσαι. Μπορεί να φοβηθείς και λίγο. Μπορεί και πολύ. Όμως άντεξε! Ανυπομονώ για την καινούρια σου αρχή σε μια νέα, δική σου εποχή, απαλλαγμένη από φόβους και δισταγμούς. Γιατί πλέον θα βγεις στην επιφάνεια και θα είσαι ο εαυτός σου! Χωρίς μάσκες και προσποιήσεις! Θα είσαι εσύ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου