Addthis

Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Η πρηνής θέση του καραγκιόζη : Το νουαρ που μας άξιζε



Στα ερείπια της ελληνικής επαρχίας δεν υπάρχουν πλέον νεόπλουτοι βασιλιάδες, παρά μόνο παρηκμασμένες φιγούρες που παλεύουν με τα ματαιόδοξα πάθη τους. Ο Οικονομίδης σαν άλλος Καουρισμάκι παντρεύει τον μικροαστισμό με το ροκ ν ρολ και την απύθμενη εγωπάθεια με την ελαφρότητα της κωμωδίας. Ξεπερασμένοι λαϊκοί τραγουδιστές, μαγαζάτορες που χρωστάνε στην εφορία και νονοί της νύχτας που αδυνατούν να πείσουν για την μοχθηρότητα τους. Όλοι οι παραπάνω συνθέτουν το κάδρο μιας μαύρης κωμωδίας που μυρίζει φθηνής ποιότητας ουίσκι και βρώμικο ιδρώτα, όπως ακριβώς το πτώμα του νεοπλουτισμού σε αποσύνθεση. Οι ήρωες δεν θυμίζουν σε τίποτα μυθιστορηματικούς νουάρ πρωταγωνιστές, αντί για jazz ακούνε σκυλάδικα, και αντί για μοιραίες τσαντλερικές γυναίκες συναντούν τις μανάδες τους. Όσο κυλάει ο φιλμικός χρόνος τόσο πειθόμαστε για το κίνητρο που παράγει τη δράση. Δεν πρόκειται για κάποιο ιδανικό, για κάποια υπαρξιακή αγωνία. Πρόκειται για το πιο δομικό ιδιοσυγκρασιακό χαρακτηριστικό μια μικροαστικής τάξης που κάποτε οραματίστηκε τον εαυτό της ως το μεγάλο αφεντικό : Την βλακεία.

Αν υπάρχει άλλωστε ένας τρόπος για να την αντιμετωπίσεις χωρίς να σε παρασύρει στην ματαιότητα και την απόγνωση, αυτός είναι το χιούμορ. Η αφοπλιστική ηλιθιότητα που ουρλιάζει με περίσσεια βεβαιότητα ότι ο κόσμος της ανήκει αναπλαισιώνεται κινηματογραφικά και αντί για απογοήτευση παράγει γέλιο για να μην πω συγκίνηση. Ο σκηνοθέτης σέβεται και κοιτάει χωρίς υπεκφυγές μέσα στα μάτια τους παράδοξους ηθικούς κώδικες του υποκόσμου. Οι άνθρωποι του ερωτεύονται, νοσταλγούν και συγκινούνται από  φάλτσες λαϊκές φωνές που τραγουδάνε όσα οι ίδιοι φοβούνται στην πραγματικότητα να πουν. Το συναισθηματικό σύμπαν του πληρωμένου δολοφόνου δεν υποτιμάται από κάποιον ελιτισμό, αντίθετα παρουσιάζεται ως αυτό που είναι : Το υλικό αποτέλεσμα της οργάνωσης των παράνομων κοινωνικών σχέσεων στον κόσμο του μαύρου χρήματος και του αόρατου περιθωρίου.


Αντίστοιχα και η σάτιρα της ανδρικής αρρενωπότητας δεν αρκείται απλά σε μια κριτική της παρουσίαση ως καταδικαστέα ταυτότητα. Αντίθετα εξερευνάται σε βάθος αποκαλύπτοντας όλη τη γύμνια του ματαιόδοξου περιεχομένου της. Αρσενικά στην αναζήτηση κάποιας χαμένης παρελθοντικής δόξας εγκλωβίζονται σε έναν ανερμάτιστο σύμπλεγμα με κώδικες τιμής, ψωρουπερηφάνιας κι εκδίκησης. Αδύνατο εκ φύσης να τους παρέχει λύτρωση. Ο θάνατος τους δεν έχει καμία ηρωική αίγλη, δεν θυμίζει σε τίποτα την επική θυσία ή έστω το χριστιανικό μαρτύριο.  Απλά πέφτουν στο γκρεμό του αδιέξοδου που διασχίζουν χωρίς να τραγουδάνε κάποιον ιδεαλιστικό ύμνο, αλλά οπαδικά συνθήματα γεμάτα μίσος.  Η αγάπη τους αν και ειλικρινής, δεν καταφέρνει να κάνει οποιοδήποτε ξεπέρασμα της στείρας ατομικιστικής εκδοχής της και καταλήγει να θάβεται άδοξα χωρίς καμία νεκροπομπή, χωρίς καν κηδεία. Η κυριαρχία της οπτικής τους αφήνει εκτός κάδρου σε παθητικό ρόλο την Ελένη που ποτέ δεν εξηγεί γιατί αναζητά μια νέα αρχή, ωστόσο όλα το φωνάζουν.

Ο Οικονομίδης παραδίδει αριστοτεχνικά στον τόπο του το γουέστερν που του αναλογεί : Κωλόμπαρα στην εθνική οδό, σκυλάδικα, βενζινάδικα και νεόκτιστα διαμερίσματα που έχουν μείνει άδεια. Εξατισμένο ΠΑΣΟΚ, εκφυλισμένο ρομαντισμό, ποτά μπόμπες, ασυμβίβαστο χιούμορ και μια απότομη αίσθηση φόβου, μόλις συνειδητοποιήσουμε πως όσα εξελίσσονται στην οθόνη αχνοφαίνονται τριγύρω μας και δεν είναι καθόλου αστεία. Ανακαλύπτει συγκίνηση στη βαρβαρότητα, της κλείνει το μάτι με ευγένεια και μουρμουρά : Ελλάδα ευχαριστούμε για την έμπνευση!

                                                                                                                         Ηλίας Κουμαριάς

1 σχόλιο: