Ο Γκαρθ Ντέιβις, στην πρώτη του προσπάθεια, σκηνοθετεί το Lion, βασισμένο στην αληθινή ιστορία του Saroo Brierley. Ένα ευαίσθητο φιλμ, που έφτασε στις κορυφαίες υποψηφιότητες για το OSCAR καλύτερης ταινίας. Αγώνας επιβίωσης και παράλληλα ταξίδι ενηλικίωσης, από την Ανατολική Ινδία, στη χαοτική Καλκούτα κι από εκεί στην Τασμανία της Αυστραλίας και πάλι πίσω.
Ένα 5χρονο αγόρι χάνεται ένα βράδυ σε ένα Σιδηροδρομικό σταθμό. Για καλή του τύχη, το ένστικτο τον οδηγεί στο σωστό δρόμο, γλιτώνει από την απειλή των δουλεμπόρων και καταλήγει σε ένα ορφανοτροφείο. Πολλά πράγματα είναι γραφτά της μοίρας ενός ανθρώπου. Στέκεται τυχερός κι οι ανάδοχοι γονείς του, πολύ μακριά από την πατρίδα, τον εξοπλίζουν μ΄όλα τα απαραίτητα εφόδια, ώστε να μην του λείψει τίποτα. Στη ζωή όμως τα σημαντικότερα πράγματα, δεν είναι πράγματα. Κάπως έτσι αποφασίζει πως το ηθικό χρέος βρίσκεται πάνω από την απόλαυση της Μελβούρνης.
Θα μπορούσε κανείς να πει, πως το πρώτο μέρος είναι αψεγάδιαστο. Ο Sunny Pawar (μικρός Σαρού) είναι ο αντίστοιχος Tremblay από το Room για την κινηματογραφική σαιζόν, που διανύουμε. Τόσο αληθινός, τόσο έξυπνος, κερδίζει τον θεατή, με το προσωπικό του δράμα και τον τρόπο που το αντιμετωπίζει. Δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανείς. Στο δεύτερο μέρος μεταφερόμαστε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Μπορεί η Νικόλ Κίντμαν, η Ρούνει Μάρα (Μυστική Γραφή πρόσφατα) κι ο Ντέβ Πατέλ (Slumdog Millionaire) να είναι τα βαριά χαρτιά της ταινίας, αλλά προσωπικά με άγγιξε περισσότερο η σπαρακτική μητέρα, Priyanka Bose.
Πρόσφατα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, είδαμε τις Μηχανές του Ραχούλ Τζέιν. Μετά λύπης μου διαπιστώνω, πως η κατάσταση στην Ινδία είναι πολύ άσχημη κι ίσως μη αναστρέψιμη με τα παρόντα δεδομένα. Η εκμετάλλευση αποτελεί καθημερινό φαινόμενο κι ανθρώπινη ζωή έχει μηδενική αξία, ελλείψει μόρφωσης, πολιτισμού και σκέψης. Μία κοινωνία δίχως ηθική κι αξίες, που το είναι συγκρούεται συνεχώς με το φαίνεσθαι. Κι όμως εν μέσω κακουχιών, το καλό κερδίζει, έστω και με αρκετή δόση τύχης.
Είναι τραγικό το γεγονός, ότι στην Ινδία, κάθε χρόνο, περίπου 80.000 παιδιά αγνοούνται, ενώ πάνω από 11.000.000 (ναι καλά διαβάσατε), ζουν στους δρόμους. Αρχικά η ταινία είχε τον τίτλο, " A Long Way Home ", όπως ακριβώς και τα απομνημονεύματα. Προφανώς όμως η ψυχή χιλίων λεόντων, που έδειξε ο Σαρού, οδήγησε την παραγωγή στην μετονομασία της στο Λιοντάρι. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι, ο πρωταγωνιστής, Ντ. Πατέλ, υποστήριξε, πως το σενάριο, ήταν το καλύτερο, που είχε διαβάσει ποτέ στη ζωή του. Άλλωστε είναι γνωστό πως η τέχνη αντιγράφει τη ζωή.
Η ζωή κάνει κύκλους. Ακριβώς έτσι, ο ενήλικας πια Σαρού, σπουδαστής, αποφασίζει να αναζητήσει το παρελθόν του, με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Είναι μία επίπονη διαδικασία, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τον περίγυρό του. Περνάει μία κρίση ταυτότητας κι αναζητεί τις πραγματικές του ρίζες. Η παλιννόστηση είναι ένα στοίχημα ζωής.
Η φωτογραφία του Greig Frazer (Τhe Foxcatcher και Zero Dark Thirty) είναι αδιαμφισβήτητα κομμάτι της επιτυχίας. Από τη σκληρή Ινδία, μέχρι την ομορφιά της φύσης στην Αυστραλία, μέσα σε λίγα λεπτά. Η μουσική δένει αρμονικά με τις εικόνες και μας φέρνει κάπως στο μυαλό το εξαιρετικό Soundtrack του Moonlight. Και στο φινάλε μαζί με τις εικόνες των πραγματικών πρωταγωνιστών της ιστορίας, έρχεται το Never give up, που ερμηνεύει η Sia, για να αφήσει ένα ακόμα πιο αισιόδοξο μήνυμα. Ο επιμένων νικά.
Ένας ύμνος στον ίδιο τον Σαρού κι αυτά τα κατατρεγμένα παιδιά, που για να σε ευαισθητοποιήσει πρέπει να είσαι ακόμα άνθρωπος, να αφήνεσαι ελεύθερος, να έχεις αισθήματα. Μία περιπλάνηση, που ισοδυναμεί με ένα μάθημα ζωής για καθένα από εμάς, ώστε αφενός να εκτιμήσουμε, όσα θεωρούμε δεδομένα κι αφετέρου να απλώσουμε χείρα βοηθείας στον πλησίον ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου