Στο πλαίσιο των δράσεων της Αγοράς στο Evia Film Project (15-19 Ιουνίου
2022), πραγματοποιήθηκε ανοιχτή συζήτηση για την πράσινη παραγωγή ταινιών, την Πέμπτη
16 Ιουνίου, στο Κτίριο Μελά, στη Λίμνη. Στην εκδήλωση με τίτλο «Μη φοβάστε την
Πράσινη Συμφωνία: Απλές συμβουλές και έξυπνες πρακτικές», κορυφαίοι
επαγγελματίες μοιράστηκαν τις εμπειρίες που αποκόμισαν δουλεύοντας σε πράσινες
παραγωγές που ακολουθούν πρακτικές βιωσιμότητας. Αρχικά, η Γενική Διευθύντρια
του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ελίζ Ζαλαντό, καλωσόρισε τους
ομιλητές και το κοινό, τονίζοντας πόσο σημαντικό είναι να διεξάγεται μια
εκδήλωση με περιβαλλοντικό πρόσημο στην Εύβοια, λιγότερο από έναν χρόνο μετά
τις καταστροφικές πυρκαγιές. Αμέσως
μετά, τον λόγο πήρε ο Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης, συντονιστής των εκδηλώσεων της
Αγοράς στο Evia Film Project, ο οποίος παρουσίασε τους ομιλητές της εκδήλωσης,
εκφράζοντας την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι μια συλλογική προσπάθεια,
έπειτα από προετοιμασία μηνών, γίνεται επιτέλους πραγματικότητα. Αμέσως μετά, η
συντονίστρια της συζήτησης, Ieva Ūbele, παραγωγός από τη Λετονία και Head of Industry στο Φεστιβάλ
Beldocs, παρουσίασε συνοπτικά τις θεματικές της εκδήλωσης.
«Σας ευχαριστώ όλους για την παρουσία σας. Είναι μεγάλη πρόσκληση για
όλους μας να βρούμε τον κατάλληλο τρόπο για να μεταδώσουμε στο κοινό τα
πολύπλοκα ζητήματα που σχετίζονται με την “πράσινη” κινηματογραφική παραγωγή.
Στο πρώτο σκέλος της κουβέντας, θα κινηθούμε σε θεωρητικό πλαίσιο, ενώ στο
δεύτερο μέρος θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε με ποιον τρόπο και σε ποιο
βαθμό η θεωρία μετουσιώνεται σε πράξη», ανέφερε η κ. Ūbele, προτού
πραγματοποιήσει μια σύντομη ιστορική αναδρομή. «Ο όρος “βιώσιμη ανάπτυξη” μπήκε
στη ζωή μας για πρώτη φορά με την έκθεση Brundtland που συνέταξε η Διεθνής Επιτροπή για το
Περιβάλλον και την Ανάπτυξη. Το περιεχόμενό της συνοψίζεται στην κάλυψη των
αναγκών του παρόντος, δίχως να υπονομεύουμε το μέλλον των επόμενων γενεών. Οι
δύο βασικές κατευθυντήριες γραμμές για τη βιώσιμη ανάπτυξη στην εποχή μας είναι
η Ατζέντα 2030 του ΟΗΕ, που έχει θεσπίσει 17 στόχους βιώσιμης ανάπτυξης, και η
Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ, που έχει θέσει ως στόχο την επίτευξη της
κλιματικής ουδετερότητας το αργότερο μέχρι το έτος 2050. Ως παραγωγός
περιβαλλοντικών ντοκιμαντέρ, αλλά και ως υπεύθυνη ενός προγράμματος residency
για καλλιτέχνες στη Λετονία, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως οτιδήποτε
μετατρέπεται σε προσωπική προτεραιότητα μπορεί να γίνει ευκολότερα αναπόσπαστη
επαγγελματική μας συνήθεια, ιδίως όταν συνοδεύεται και από απτά οφέλη. Σύμφωνα
με τη δική μου λογική, είναι προτιμότερο να θέτουμε μικρούς και εφαρμόσιμους
στόχους, παρά να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε μονομιάς τα πάντα, ξεκινώντας από
την ανακύκλωση και τη διαλογή των απορριμμάτων και φτάνοντας μέχρι τις
μειωμένες μετακινήσεις και τη vegan διατροφή. Η ευαισθητοποίηση του σήμερα
είναι η εγγύηση για ένα καλύτερο αύριο».
Στη συνέχεια, η σκυτάλη πέρασε στην Dietlind Centa Rott από την Αυστρία,
Film Commissioner, Green Film Consultant και υπεύθυνη του προγράμματος
Evergreen Prism, και στη Nina Hauser, Green Film Commissioner και Green Film
Consultant στο Αυστριακό Ινστιτούτο Κινηματογράφου και μέλος της ομάδας μελέτης
του Eurimages για την πράσινη
κινηματογραφική παραγωγή. Η Dietlind Centa Rott ανέφερε αρχικά πως το ζήτημα
της βιωσιμότητας μπήκε στην ατζέντα της κινηματογραφικής παραγωγής το 2019,
καθώς νωρίτερα το ενδιαφέρον ήταν εξαιρετικά περιορισμένο. «Το ζήτημα της
βιωσιμότητας είναι σφαιρικό και κατά βάση πολιτικό. Τα όσα ισχύουν στην Αυστρία
ενδέχεται να μην μπορούν να μεταφερθούν αυτούσια στη δική σας χώρα, αλλά ίσως
σας δώσουν έμπνευση για να βρείτε τις λύσεις που ταιριάζουν στη δική σας
περίπτωση. Ως μέλος μιας περιφερειακής
Film Commission στην Αυστρία, σας διαβεβαιώνω ότι μπορούν να γίνουν θαύματα
ακόμη και σε μικρή κλίμακα, αν υπάρξει σωστός σχεδιασμός. Το 2018,
δημιουργήσαμε το πρόγραμμα Evergreen, το οποίο εξελίχτηκε στο Evergreen Prisma
το 2020. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία με διεθνή και διεπιστημονικό χαρακτήρα,
που έχει ως σκοπό να χτίσει ένα ευρύ δίκτυο συνεργασίας, μέσα από μια στενή επαφή
με think tanks και ομάδες εργασίας. Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι ότι για να
ενσωματώσουμε τη βιωσιμότητα στην κινηματογραφική παραγωγή, είναι αναγκαίο να
διαθέτουμε καταρτισμένο και ειδικευμένο προσωπικό», ήταν το εισαγωγικό της
σχόλιο.
Παίρνοντας τον λόγο, η Nina Hauser υπογράμμισε τη σημασία μιας ολιστικής
προσέγγισης, η οποία θα εμπλέξει στη διαδικασία τόσο τους φορείς και τους
επίσημους θεσμούς όσο και τον κάθε επαγγελματία του χώρου σε προσωπικό επίπεδο.
«Παρότι δεν υπάρχουν ακριβώς επίσημα στοιχεία στον συγκεκριμένο τομέα, η
κινηματογραφική βιομηχανία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που έχουν γίνει, είναι
υπεύθυνη για το 2% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, παρουσιάζοντας μάλιστα
αυξητικές τάσεις. Το ζητούμενο στην πράσινη κινηματογραφική παραγωγή είναι να
κινηθούμε στον τριπλό άξονα της τεχνογνωσίας, της ευαισθητοποίησης και της
αποτελεσματικότητας. Οφείλουμε να παρέχουμε τις απαραίτητες γνώσεις στους
επαγγελματίες του χώρου και στη νέα γενιά των παραγωγών. Από την πλευρά έχουμε
κάνει ό,τι περνά από το χέρι μας για να σχεδιάσουμε ένα δίκτυο επικοινωνίας και
συνέργειας, προωθώντας την εμπλοκή των green consultants στις κινηματογραφικές
παραγωγές. Παράλληλα, έχουμε καθιερώσει μια μέθοδο υπολογισμού των εκπομπών
διοξειδίου του άνθρακα (carbon calculator) στις κινηματογραφικές παραγωγές, ενώ
έχουμε θεσπίσει το Austrian Eco Label, που επιβραβεύει τις παραγωγές που
πληρούν τα περιβαλλοντικά κριτήρια. Φυσικά, η πράσινη κινηματογραφική παραγωγή
δεν θα μπορέσει να καταστεί πραγματικότητα δίχως την παροχή επενδυτικών
κινήτρων, που διευκολύνει την προώθηση των πράσινων πρότζεκτ. Υπολογίζοντας με
ακρίβεια το αρνητικό και το θετικό αποτύπωμα άνθρακα κάθε κινηματογραφικής
παραγωγής, κάνουμε ένα σημαντικό βήμα
προς τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας στην κινηματογραφική βιομηχανία»,
ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η Dietlind Centa Rott στάθηκε στη συνέχεια στη σημασία της εδραίωσης των
green consultants
στο τοπίο της κινηματογραφικής παραγωγής. «Πρόκειται για ένα νέο, ανερχόμενο,
πολλά υποσχόμενο επάγγελμα, με μεγάλη δυναμική, που φτιάχνει ένα δίαυλο
επικοινωνίας με τους αρμόδιους θεσμούς τόσο εντός όσο και εκτός του
κινηματογραφικού δικτύου. Επιπλέον, θα ήθελα να αναφέρω πως είναι απαραίτητο να
εντάξουμε τη βιωσιμότητα σε όλα τα βήματα μιας κινηματογραφικής παραγωγής, ήδη
από το στάδιο της ανάπτυξης μέχρι τα γυρίσματα, το post-production και τη
διανομή. Ο green consultant έχει ως αποστολή να καταγράφει τα πάντα, να
συνομιλεί με όλα τα επιμέρους τμήματα της παραγωγής, να προτείνει λύσεις, να
επικοινωνεί με τους φορείς και θεσμούς και να συντάσσει μια απολογιστική
αναφορά που θα εκθέτει τους στόχους, τα προβλήματα, τις επιτυχίες και τα εμπόδια.
Προς το παρόν έχουμε εκπονήσει δύο οδηγούς για την πράσινη κινηματογραφική
παραγωγή, που περιλαμβάνουν συμβουλές και κατευθυντήριες γραμμές, ενώ στόχος
μας είναι να καθιερωθεί η υποχρεωτική παρουσία των green consultants και να κατοχυρωθεί η δέσμευση για τη μέτρηση
των ρύπων σε κάθε κινηματογραφική παραγωγή. Από τον Απρίλιο του 2020,
διοργανώνουμε εκπαιδευτικά tutorials στο θέμα της απολογιστικής έκθεσης»,
κατέληξε σχετικά. Κλείνοντας, η Nina Hauser πληροφόρησε το κοινό πως το 2023 θα
δρομολογηθεί η ενοποίηση των δεδομένων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία θα διενεργηθεί
από το Ερευνητικό Δίκτυο του Ευρωπαϊκού Φορέα Κινηματογράφου.
Ο film commissioner από την Ιταλία, Alberto Battocchi, πήρε τον λόγο
αμέσως μετά, παρουσιάζοντας αρχικά το προφίλ του Trentino Film Commission. «Η
περιοχή του Τρεντίνο στην Ιταλία, αν και ορεινή, εμφανίζει κατά τη γνώμη μου
πολλές ομοιότητες με την Εύβοια. Πρόκειται για δύο περιοχές που διαθέτουν
φυσικούς πόρους, που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην ντόπια παραγωγή και στα οφέλη
του τουρισμού. Το πρόγραμμα Green Film που ξεκινήσαμε πιλοτικά το 2017 είχε ως
στόχο να ενθαρρύνει τους κινηματογραφικούς παραγωγούς να υιοθετήσουν μια
περιβαλλοντική προσέγγιση. Στην αρχή, είμασταν εξαιρετικά επιφυλακτικοί και
μετριοπαθείς όσον αφορά την απήχηση του προγράμματος, αλλά διαπιστώσαμε με
έκπληξη πως ήδη από την έναρξη του προγράμματος, περίπου οι μισές από τις
κινηματογραφικές παραγωγές που είχαν απευθυνθεί στο Trentino Film Commission
υπέβαλαν αίτηση και στο Green Film. Το 2019, αναγκαστήκαμε να αναδιαμορφώσουμε
το πρόγραμμα για να γίνει “εξαγώγιμο” τόσο σε άλλες περιοχές της Ιταλίας όσο
και στο εξωτερικό», ανέφερε αρχικά προτού παρουσιάσει τους πυλώνες του Green
Film.
«Έχουμε θεσπίσει ένα σύστημα περιβαλλοντικής αξιολόγησης, που καταλήγει
στη χορήγηση ενός green πιστοποιητικού. Ο στόχος μας, τουλάχιστον στην παρούσα
φάση, είναι να επικεντρωθούμε στο βασικό στάδιο της παραγωγής και όχι στο
post-production, παρέχοντας ξεκάθαρες και κατανοητές οδηγίες στους παραγωγούς,
με στόχο να βελτιώσουμε τις καθημερινές επαγγελματικές μας συνήθειες, μα πάνω
από όλα να αποκτήσουμε μια διαφορετική νοοτροπία. Οι τομείς στους οποίους
εστιάζουμε την προσοχή μας είναι η κατανάλωση ενέργειας, οι
μετακινήσεις-μεταφορές, το κέτερινγκ, η συλλογή υλικών, η διαχείριση
απορριμμάτων. Για καθένα από αυτούς τους τομείς, κάθε κινηματογραφική παραγωγή
βαθμολογείται ξεχωριστά με πόντους, γεγονός που δίνει την ευκαιρία στους
παραγωγούς να επιλέξουν πού θέλουν να δώσουν βαρύτητα. Η “βάση” για την
απόκτηση του πιστοποιητικού είναι ακόμη χαμηλή, καθώς βρισκόμαστε όλοι σε
διαδικασία προσαρμογής. Το πιστοποιητικό, πέρα από μια επίσημη αναγνώριση για
τις ενέργειες και τον κόπο που κατέβαλε κάθε παραγωγή, παρέχει τη δυνατότητα
υποβολής αιτήσεων για προγράμματα επιβράβευσης και παροχής κινήτρων. Η
διαδικασία είναι σχετικά απλή. Πριν τα γυρίσματα, ο green manager συντάσσει ένα
πλάνο βιωσιμότητας, ο παραγωγός καταθέτει τη σχετική αίτηση, ο αρμόδιος φορέας
εξετάζει αν πληρούνται τα κριτήρια και το πιστοποιητικό εκδίδεται». Ολοκληρώνοντας
την τοποθέτησή του, ο Alberto Battocchi ανέφερε πως αντίστοιχοι θεσμοί στην
υπόλοιπη Ιταλία, αλλά και στην Ευρώπη (Νορβηγία, Βέλγιο), έχουν υιοθετήσει το
πράσινο πρωτόκολλο του Green Film, με ελαφρές προσαρμογές και διαφοροποιήσεις,
ενώ προανήγγειλε τη δημιουργία ενός αντίστοιχου εξιδεικευμένου προγράμματος για
ταινίες ντοκιμαντέρ.
Το δεύτερο σκέλος της συζήτησης άνοιξε με την παραγωγό Myriam Sassine από
τον Λίβανο, η οποία αναφέρθηκε στην εμπειρία της από την παραγωγή της ταινίας Κόστα
Μπράβα, Λίβανος. «Καταρχάς, να αναφέρω πως η ταινία απηχεί τα γεγονότα του
2015, όταν μια απεργία που διήρκησε
ενάμιση μήνα είχε κυριολεκτικά πλημμυρίσει τους δρόμους της Βηρυτού με
σκουπίδια. Τον σημαντικότερο ρόλο στην απόφασή μας να στραφούμε στην πράσινη
κινηματογραφική παραγωγή έπαιξε ένας από τους εισηγητές στο Torino Film Lab, ο
οποίος με παρότρυνε να γυρίσουμε την ταινία με τρόπο που να συνάδει με το
μήνυμά της. Φυσικά, ένα τέτοιο εγχείρημα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τα
δεδομένα της χώρας μου, η οποία δεν διαθέτει τις κατάλληλες υποδομές. Τελικά,
κατορθώσαμε να γίνουμε η πρώτη ταινία μυθοπλασίας που έγινε δεκτή στο πρόγραμμα
Good Pitch του οργανισμού Doc Society, όπου λάβαμε την απαραίτητη βοήθεια ώστε
να συντάξουμε ένα πράσινο πρωτόκολλο. Περιβαλλοντικοί ακτιβιστές μάς έδωσαν
χρήσιμες πληροφορίες τόσο για το σενάριο της ταινίας όσο και τα μέτρα που
έπρεπε να εφαρμόσουμε. Σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, ένας eco manager
βρισκόταν συνεχώς στο πλατό, ενώ λάβαμε επιχορηγήσεις από τρεις διαφορετικούς
γερμανικούς φορείς προκειμένου να προσλάβουμε ειδικούς συμβούλους. Η διαδικασία
είναι αρκετά απλή, αν και δεν ήταν εύκολο να πείσω όλους τους ανθρώπους της
παραγωγής να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Δεν κάναμε θαύματα, αλλά σίγουρα
κάναμε ένα πρώτο βήμα που θα ανοίξει νέους δρόμους για την κινηματογραφική
παραγωγή στον Λίβανο. Μειώσαμε δραστικά τα πλαστικά και τα απορρίμματα, ενώ
προσπαθήσαμε να ελαχιστοποιήσουμε τις περιττές μετακινήσεις. Στα επόμενα σχέδιά
μας περιλαμβάνονται συνεργασίες με σχολεία, όπου θα παρουσιάζουμε τις εμπειρίες
μας ως case studies, καθώς και μια συνεργασία με ένα περιβαλλοντικό φεστιβάλ
που διεξάγεται στο βόρειο τμήμα της χώρας. Οφείλω πάντως να τονίσω πως η
παρουσία ενός green consultant είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Προσπαθώντας
να τηρήσεις αυστηρά χρονοδιαγράμματα, σε μια αγχωτική συνθήκη, το πιο εύκολο
είναι να κάνεις εκπτώσεις στο πράσινο πρωτόκολλο της παραγωγής», κατέληξε
σχετικά.
Τον κύκλο των ομιλητών έκλεισε ο γερμανός παραγωγός Titus Kreyenberg, ο
οποίος διευκρίνισε πως οι δικές του εμπειρίες είναι διαφορετικές, καθώς
προέρχεται από μία χώρα όπου η πράσινη ευαισθητοποίηση είναι κοινωνικό και
πολιτικό κεκτημένο. «Στις γερμανικές παραγωγές εφαρμόζουμε ένα πράσινο
πρωτόκολλο σε όλα τα επίπεδα: δεν χρησιμοποιούμε γεννήτριες, έχουμε καινοτόμους
μεθόδους φωτισμού, αποφεύγουμε τα αυτοκίνητα στις μετακινήσεις, επιλέγουμε το
τρένο αντί για το αεροπλάνο, τοποθετούμε ειδικούς κάδους παντού, η συλλογή και
ο διαχωρισμός απορριμμάτων γίνεται μέσα από αυτοματοποιημένες διαδικασίες, προμηθεύουμε
φορητά σταχτοδοχεία από οργανικά υλικά. Παρόλα αυτά, πρέπει να έχουμε πάντα
κατά νου ότι η πράσινη κινηματογραφική παραγωγή θα πρέπει να συνοδεύεται από
οικονομικά οφέλη ή τουλάχιστον να έχει εξασφαλισμένη την οικονομική
βιωσιμότητα. Παράλληλα, επιτρέψτε μου να διακρίνω μια αντίφαση στον τρόπο με
τον οποίο προωθούνται πλέον οι κινηματογραφικές παραγωγές από τους αρμόδιους
φορείς, καθότι είναι αυτονόητο πως ο κινηματογραφικός τουρισμός δεν μπορεί να
συμβαδίσει με την πράσινη κινηματογραφική παραγωγή. Επιπλέον, θα πρέπει να
βρεθεί η φόρμουλα, ώστε το επιπλέον κόστος να ενσωματώνεται στον συνολικό
προϋπολογισμό μέσα από διευκολύνσεις και κίνητρα. Ως παραγωγός, θέλω κάθε ευρώ
που ξοδεύεται να αποτυπώνεται με κάποιον τρόπο στην ταινία. Είμαι περιβαλλοντικός
ακτιβιστής από τα νιάτα μου, αλλά ως παραγωγός δεν πρόκειται ποτέ να θυσιάσω το
όραμα ενός σκηνοθέτη στον βωμό ενός πράσινου πιστοποιητικού. Σας διαβεβαιώνω
πάντως πως είναι μια διαδικασία λιγότερο δύσκολη απ’ όσο ακούγεται. Είναι
απαραίτητο, όμως, να ξεκινήσετε από νωρίς, αρκετά πριν τα γυρίσματα, προτού
παρθούν οριστικές αποφάσεις, αλλά και να μιλήσετε με κάθε τμήμα ξεχωριστά»,
κατέληξε σχετικά.
Μετά το τέλος των ομιλιών, επαγγελματίες του χώρου που παρακολούθησαν τη
συζήτηση μοιράστηκαν αντίστοιχες εμπειρίες και προβληματισμούς, ενώ ο Alberto
Battocchi τόνισε πόσο σημαντικό είναι να μιλούν ανοιχτά για την πράσινη
παραγωγή οι σκηνοθέτες και οι παραγωγοί, καθώς τα λόγια τους μπορούν να έχουν
πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο σε σύγκριση με τους επίσημους φορείς που κινούνται σε
ένα πιο θεωρητικό επίπεδο.