Τέσσερα πορτραίτα γυναικών, που βρίσκονται εγκλωβισμένες σε μία κλειστή κοινωνία και προσπαθούν να επαναστατήσουν, η καθεμία με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο. Η Αγκάτα ερωτεύεται το απαγορευμένο κι είναι έτοιμη να τινάξει τον γάμο της στον αέρα. Η Ίζα, διευθύντρια του σχολείου, ερωτεύεται τον γιατρό, ζουν παράνομα, μέχρι το θάνατο της γυναίκας του, που φέρνει μία μεγάλη ανατροπή στα όνειρά της. Αδελφή της, παλιά νικήτρια καλλιστείων και νυν δασκάλα χορού και γυμναστικής, η Μαρζένα, περιμένει τον άντρα της, που έχει φύγει στη Γερμανία κι η Ρενάτα, μεσήλικας, άνεργη πλέον, ψάχνει ευκαιρία για επικοινωνία, παρακολουθώντας την γοητευτική γειτόνισσά της.
Πρόκειται για μία εποχή που οι ηθικές αναστολές κι οι ενδοιασμοί έχουν καμφθεί σε μεγάλο βαθμό. Είναι η πρώτη χρονιά της ελευθερίας. Υπερτερούν τα ένστικτα, των συναισθημάτων και της λογικής. Ήρθε η στιγμή της εκπλήρωσης των απωθημένων. Σαν να΄ταν φυλακισμένοι και τώρα ζουν ξανά. Η καθεμιά εκδηλώνει την αγάπη της διαφορετικά, ξεχωριστά. Από την διακριτική παρακολούθηση, στην απέλπιδα προσπάθεια, δίχως αξιοπρέπεια, στη διακριτική παρακολούθηση, τον ρομαντισμό και την κατανόηση.
Κι όμως διεισδύοντας στο έργο, αντιλαμβάνεσαι τα αδιέξοδα που προκύπτουν. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι, στην πραγματικότητα μόνοι, τους ενώνει η πολυκατοικία. Η ΜΟΝΑΞΙΑ κι η απομόνωση φωνάζουν. Ειδικά στη σκηνή που ο γιατρός επισκέπτεται την διευθύντρια ή σ΄αυτήν του συγκινητικού waltz. Η ελπίδα συγκρούεται με την αβεβαιότητα σε μία εποχή πλήρους απελευθέρωσης και μεγάλων αλλαγών κοινωνικοπολιτικά. Χαρακτηριστικά, που μας δείχνουν που βρισκόμαστε είναι το κάπνισμα, ακόμα η δύναμη της θρησκείας κι η διαφθορά με τις εξυπηρετήσεις, που σαφώς φτάνουν στην εποχή μας.
Οι ερμηνείες τόσο των γυναικών, όσο και των ανδρών, που τις υποστηρίζουν, προάγουν την πλοκή και δίνουν στον θεατή την εντύπωση, πως πρόκειται για φτασμένους ηθοποιούς με μεγάλη εμπειρία. Το δίκοπο μαχαίρι της ταινίας όμως, έχει ονοματεπώνυμο, Όλεγκ Μούτου (4 μήνες, 3 εβδομάδες, 2 ημέρες και Πίσω από τους Λόφους). Mολδαβός οπερατέρ, συνεργάτης του σπουδαίου Ρουμάνου, Κρίστιαν Μούντζιου κι εδώ ακριβώς γίνεται η σύνδεση, η γέφυρα με τα Βαλκάνια. Ο πενιχρός φωτισμός, το γκρίζο φόντο, από την πρώτη κιόλας σκηνή, δηλώνει την μετάβαση κι είτε σε κερδίζει και γίνεσαι κομμάτι του έργου, είτε σε αποθαρρύνει και χάνεσαι. Μέση κατάσταση, δεν υπάρχει.
Είναι μία καλή ταινία, αλλά δυστυχώς δεν είναι για όλους. Ίσως κάποιοι άνθρωποι που είναι στα όρια της κατάθλιψης ή βίωσαν αντίστοιχες εμπειρίες, ταυτιστούν με κάποια από τις βασικές ηρωίδες, κάποιοι άλλοι θα αποχωρήσουν από την σκοτεινή αίθουσα, απογοητευμένοι και μία τρίτη κατηγορία, πεπαιδευμένοι, θα κάνουν μία βουτιά, αναζητώντας την ουσία, πίσω από τις εικόνες και τις λέξεις. Η συντηρητική Ευρώπη, δυστυχώς, δεν μπορεί να αντέξει αυτό το σινεμά. Δε θέλει να κοιτάξει πίσω, ούτε δίπλα, συνεχίζει να χαράζει ένα συγκεκριμένο δρόμο, αδιάφορη, φορώντας παρωπίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου