Ο Λούι, επιστρέφει σπίτι, λίγο πριν συμπληρώσει τα σαράντα του χρόνια. Έχει λείψει πολύ καιρό και θέλει να δει την οικογένειά του, ίσως για τελευταία φορά. Η μακάβρια εισαγωγή, μας βάζει από την αρχή στα βαθιά. Η ένταση μεγάλη. Ο ίδιος θέλει να πει κάτι σοβαρό, οι υπόλοιποι αναρωτιούνται για ποιον λόγο επέστρεψε, αλλά είναι ανίκανοι να μάθουν. Θα προσπαθήσει μέσα σε λίγες ώρες να γνωρίσει τη μικρή του αδελφή και τη νύφη του. Παραμένει παθητικός, ΑΚΟΥΕΙ, δεν μιλάει πολύ, χαμογελάει, δακρύζει, νιώθει, αλλά σιωπά. Ενστερνίζεται, το λακωνίζει φιλοσοφείν εστί και συνεχίζει να ανεβαίνει τον δικό του γολγοθά, αθόρυβα. Θα βρει άραγε τη δύναμη να εκμυστηρευτεί το μεγάλο του βάρος, την αίτια, που τον έφερε πίσω;
Είναι ένα φιλμ με πολύ υψηλά τα ντεσιμπέλ, με συχνές κρίσεις, με υστερίες. Ο κάθε άνθρωπος εκδηλώνει την αμηχανία του με διαφορετικό τρόπο. Εδώ βλέπουμε διαρκείς αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, μεταξύ των μελών της οικογένειας. Ο μεγάλος αδελφός, Αντουάν, αυθάδης, πρότυπο άντρα σε πατριαρχική οικογένεια. Η μικρή, Σουζάν, χαμένη σε μία ζωή γεμάτη εξαρτήσεις, συναισθηματικές και σωματικές, η μητέρα (Μαρτίν), μέσα σε μία γλυκιά τρέλα, για να αντέξει όσα της συμβαίνουν κι η νύφη, Κατρίν, αθόρυβη, υπομονετική.
Η ίδια η Μαριόν Κοτιγιάρ (Κατρίν), που για μένα είναι κι ένα από τα κλειδιά της επιτυχίας, τονίζει: " Μου άρεσε αυτή η τόσο απλή ιστορία, μου άρεσαν οι διάλογοι, μου άρεσε η δύναμη και η απόγνωση και μου άρεσε το πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν να προστατέψουν τον εαυτό τους την ώρα που η λύση βρίσκεται μπροστά τους και δεν είναι άλλη από μια προσπάθεια να αγαπήσουν τον εαυτό τους. Αλλά για να καταφέρεις να αγαπάς, πρέπει πρώτα να μάθεις να ακούς" .
Είναι η ανασφάλεια, η μοναξιά, η έλλειψη εμπιστοσύνης, το γεγονός, ότι κάποτε τους πλήγωσε. Δεν μπορούν να συγχωρέσουν, δεν έχουν τη δύναμη. Φωνάζουν, σαν του ζητούν τον λόγο, για την απουσία του. Δεν το λένε, το υπονοούν με τον τόνο της φωνής τους. Κι ο ίδιος θέλει να καλύψει το χαμένο χρόνο, μα δεν μένει πια καιρός, πρέπει να φύγει. Μόνο η Κατρίν είναι σεμνή, ήσυχη και την διακρίνει μία πραότητα. Δεν ξέρει, πως πρέπει να αντιδράσει.
Για το σύνολο των ηθοποιών τα σχόλια νομίζω περιττεύουν. Η αφρόκρεμα του γαλλικού σινεμά. Ο Βενσάν Κασέλ, απότομος, λεκτικά βίαιος, εκδικητικός, κρατάει μέσα του ένα βαθύ θυμό, μέχρι να ξεσπάσει στο τέλος. Ο Ουλιέλ, στον ρόλο του πρωταγωνιστή, ακροβατώντας, μεταξύ του τότε και του τώρα ( " σκέφτομαι για το μέλλον-τραγική ειρωνεία " ), η Νάταλι Μπέι, που καταλαβαίνει πολύ καλά, αλλά δεν θέλει να καταλάβει, κατανοώντας τα πάντα και προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό της να ζήσει, σ΄ένα παραμύθι, κρατώντας μόνο ευχάριστες αναμνήσεις του παρελθόντος κι η συγκλονιστική, Λέα Σεντού, που καπνίζει σαν φουγάρο, γελάει, ξεσπάει και θέλει να ζήσει λίγες αληθινές στιγμές, πλάι στον αδελφό, που στερήθηκε, όσο μεγάλωνε. Για την Μ.Κοτιγιάρ, αντιληφθήκατε όλοι, πως την θεωρώ, την αποκάλυψη της ταινίας. Όλοι τους,όμως, τραγικές φιγούρες.
Το γεγονός, ότι η ταινία, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια παραμένει εγκλωβισμένη σε εσωτερικούς χώρους (σπίτι, αυτοκίνητο, ίσως να μην την αφήνει να αναπνεύσει και να χαρακτηριστεί αριστούργημα. Είναι, όμως μία από τις καλές ταινίες, αυτής της χρονιάς. Θέλει να μας καταδείξει, πως η αμφιβολία μπαίνει ανάμεσα στις ανθρώπινες σχέσεις και στη συνέχεια μας μεταμορφώνει, σε άβουλα όντα, κυριευμένους από τα ένστικτα και τις αισθήσεις, ανίκανους να ακούσουμε και κα΄τ επέκταση, να αγαπήσουμε ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου