O διεθνούς φήμης μοντέρ Γιώργος Μαυροψαρίδης, σταθερός συνεργάτης του Γιώργου Λάνθιμου και υποψήφιος για Όσκαρ με την ταινία Η Ευνοούμενη, παρέδωσε masterclass την Παρασκευή 12 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας. Στο masterclass με τίτλο «Ο εγκέφαλος είναι η οθόνη», το οποίο εντάσσεται στο πλαίσιο του αφιερώματος «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του» που φιλοξενεί το 62ο ΦΚΘ, ο Γιώργος Μαυροψαρίδης ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο το μοντάζ κωδικοποιεί την αφήγηση και επικοινωνεί στον θεατή τα μηνύματά της.
Την εκδήλωση προλόγισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης
Ανδρεαδάκης, ο οποίος καλωσόρισε τόσο το κοινό που κατέκλυσε την αίθουσα όσο
και τον Γιώργο Μαυροψαρίδη, τον οποίο χαρακτήρισε «έναν από τους σπουδαιότερους
μοντέρ στο παγκόσμιο σινεμά». Ο κ. Μαυροψαρίδης, αφότου ευχαρίστησε το Φεστιβάλ
που δίνει βήμα στους μοντέρ, ανέφερε πως δανείστηκε τον τίτλο του masterclass από ένα
εξαιρετικό βιβλίο του γάλλου φιλοσόφου και θεωρητικού του σινεμά, Ζιλ Ντελέζ.
«Θυμάμαι μια συνέντευξη του συναδέλφου μου, Γιάννη Χαλκιαδάκη, πριν πολλά
χρόνια, στον Ορέστη Ανδρεαδάκη στο περιοδικό Σινεμά. Στην ερώτηση “ποιον μοντέρ ξεχωρίζεις;” απάντησε “τον κύριο
Μαυροψαρίδη, κι αυτό γιατί έχει την αίσθηση πότε καταλαβαίνει κάτι το κοινό και
πότε όχι”. Μου ήταν πάντοτε εύκολο αυτό, μπορώ στα πρώτα 20 λεπτά της ταινίας,
που είναι και τα πιο οριακά και κρίσιμα, να καταλάβω αν υπάρχει ενδιαφέρον στην
ατμόσφαιρα. Πιστεύω πως ο λόγος που επέλεξα αυτό το επάγγελμα είναι η σαφέστατη
συνάφεια ανάμεσα στο πώς το μυαλό μας αντιλαμβάνεται τον κόσμο και το πώς το
μοντάζ, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λειτουργίες του εγκεφάλου, κατασκευάζει τον
κόσμο που βλέπουμε στην οθόνη», δήλωσε χαρακτηριστικά.
«Όντως, ο εγκέφαλός μας είναι η οθόνη, διότι δίνει νόημα σ’ αυτό που
βλέπουμε, αλλά και στον κόσμο που μας περιβάλλει. Αυτό που βλέπουμε στο σινεμά
είναι στατικά κάδρα που επικαλύπτουν το ένα το άλλο, δημιουργώντας την αίσθηση
της κίνησης. Οι σακκαδικές κινήσεις των ματιών μας σκανάρουν το περιβάλλον,
λαμβάνουν τις ηλεκτρομαγνητικές πληροφορίες και κατασκευάζουν τον τρισδιάστατο
κόσμο που μας περιβάλλει. Ο καθένας κατασκευάζει έναν κόσμο και ζει μέσα σ’
αυτόν. Το ίδιο κάνουμε και στον κινηματογράφο: παίρνουμε κομμάτια και τα
συνδέουμε, για να μεταφέρουμε ορισμένες πληροφορίες», ανέφερε σχετικά.
Στη συνέχεια, σχολίασε πως τα μοντέλα που χρησιμοποιεί το μυαλό είναι
παρόμοια με αυτά του κινηματογράφου. «Ανάλογα με την ιδεολογία, αλλάζουν και τα
μοντέλα. Για παράδειγμα, ο κλασικός κινηματογράφος του Χόλιγουντ είναι
συνδεδεμένος με μια αντικειμενική αφήγηση, μια σταθερότητα στον κόσμο, που κι
εμείς ως άνθρωποι έχουμε ανάγκη: ο ορίζοντας είναι ίσιος, ο Θεός είναι
παντοδύναμος και το καλό μάχεται το κακό», ανέφερε. Ωστόσο, υπάρχουν ιδεολογίες
στον κινηματογράφο που έρχονται να ανατρέψουν και να καταρρίψουν τις
στερεοτυπικές αντιλήψεις μας για τον κόσμο. «Συχνά, πηγαίνουμε στον
κινηματογράφο για να επιβεβαιώσουμε αυτό που ήδη ξέρουμε. Κι αυτή είναι η
παιδαγωγική όψη του σινεμά: να μας φέρει σε επαφή με τις προκαταλήψεις μας»,
δήλωσε χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε επίσης στην ψευδαίσθηση του
τρισδιάστατου κόσμου και των χρωμάτων: «Για να δημιουργήσουμε τα χρώματα
χρειάζονται οι τρεις κώνοι του μπλε, του κόκκινου και του πράσινου, με τους
οποίους συνθέτουμε την πραγματικότητα. Η διάκριση αυτή, απαραίτητη για την
επιβίωση, μας επιτρέπει να αντικρίσουμε διαφορετικές όψεις του κόσμου. Η
τρισδιάστατη αντίληψη, που είναι επίσης μια ψευδαίσθηση, κατασκευάζεται στη
ρέτινα του ματιού. Η στερεοσκοπική μας όραση παίρνει τα ηλεκτρομαγνητικά
ερεθίσματα και τα στέλνει στον εγκέφαλο, ο οποίος κατόπιν συνθέτει μια
τρισδιάστατη οπτική του κόσμου», σχολίασε.
«Ο ανθρώπινος εγκέφαλός είναι στην πραγματικότητα
τρεις εγκέφαλοι μαζί: ο “παλιός” εγκέφαλος του ερπετού, που ελέγχει το αυτόνομο
νευρικό σύστημα και τα ένστικτα, ο εγκέφαλος της μνήμης, ο συναισθηματικός, τον
οποίο μοιραζόμαστε με τα θηλαστικά και είναι υπεύθυνος για όλα τα συναισθήματα,
και τέλος ο neocortex, ο οποίος δίνει αιτία και αποτέλεσμα. Όλα αυτά θυμίζουν
τους τρόπους της αφήγησης: πάντα ψάχνουμε να βρούμε ένα νόημα, το οποίο
προσπαθούμε να συνθέσουμε, πάντα υπάρχει μία μνήμη, την οποία χρειαζόμαστε για
να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά και να δημιουργήσουμε σχέσεις
αιτίου-αποτελέσματος. Τελικά, ο εγκέφαλος δημιουργεί τη δική του αλήθεια.
Επιβεβαιώνει πως καθόμαστε, για παράδειγμα, σε ένα τραπέζι, ενώ το “τραπέζι”
είναι άχρωμα άτομα που υφίστανται σε μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορούμε
καν να αντιληφθούμε. Ο εγκέφαλος πασχίζει να αντέξει αυτήν την πληροφορία της
ρευστής πραγματικότητας και να διευθετήσει το χάος», ανέλυσε σχετικά.
Όλα αυτά, συνέχισε, έχουν μεγάλη σχέση με τον
κινηματογράφο, όπως εξήγησε παρακάτω. «Όπως ισχυρίζεται ο Γκοντάρ, η ηθική του
μέλλοντος είναι η αισθητική, με την έννοια ότι κάποιες αποφάσεις που παίρνουμε
για να κάνουμε κινηματογράφο, στηρίζονται σε μια προϋπάρχουσα ηθική», ανέφερε
χαρακτηριστικά. «Από τη στιγμή που ο δημιουργός τοποθετεί την κάμερα, κόβει ένα
κομμάτι. Δεν μπορούμε να δούμε το Όλον. Η φράση αυτή θυμίζει ένα σημείο από τα
γραπτά της Σούζαν Σόνταγκ: “το να φωτογραφίζεις σημαίνει να καδράρεις, και το
να καδράρεις σημαίνει να παραλείπεις”. Ωστόσο, παρά την όποια παράλειψη του δημιουργού,
όπως έλεγε ο Άιζενσταϊν, το μέρος θα γίνει αυτό που θα μας κατευθύνει προς το
Όλον», προσέθεσε.
Έπειτα, εξήγησε ότι ο «τεμαχισμός» αυτός της
πραγματικότητας έγκειται στο ότι από την αρχή του γυρίσματος ο σκηνοθέτης «κόβει»
τον χωροχρόνο. «Τα πλάνα του δημιουργού, που είναι όλα υποκειμενικά, έχουν έναν
κώδικα. Η συντακτική αυτού του κώδικα μεταφέρεται τελικά και στο μοντάζ, όπου
ορίζουμε τον χρόνο, δηλαδή πόσο θα διαρκέσει το πλάνο, αλλά όχι αυτό που
υπάρχει μέσα στο πλάνο, το οποίο είναι μια αυθύπαρκτη οντότητα. Ανάλογα με την
πρόθεση και την αισθητική του σκηνοθέτη, συνδέουμε τα πλάνα και λέμε την
ιστορία του», ανέλυσε ο Γιώργος Μαυροψαρίδης.
Στη συνέχεια, μίλησε για την υποκειμενικότητα του χρόνου,
και τη σύνδεσή της με την αντίληψη των ανθρώπων για την τέχνη, η οποία άλλαξε
μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου «η αφήγηση γίνεται πιο υποκειμενική,
εμπεριέχει μέσα της μια χρονικότητα και ένα point of view
τόσο του ηθοποιού όσο και του σκηνοθέτη», ανέφερε σχετικά. Κατόπιν, υπογράμμισε
τη σημασία της επίγνωσης των μέσων από τον δημιουργό. «Όταν πηγαίνουμε σε μια
κινηματογραφική προβολή, είμαστε αρκετά ευαίσθητοι. Παραδίδουμε την καχυποψία
μας, το λεγόμενο suspension of disbelief.
Στην κινηματογραφική αίθουσα, γινόμαστε παιδιά. Είμαστε ευάλωτοι σε αυτό που έρχεται,
και η ηθική του σκηνοθέτη είναι σημαντική. Το μοντάζ, που ξεπερνά τον
κινηματογράφο και εδράζεται και σε άλλες πτυχές της ζωής μας, υπάρχει κυρίως
μέσα στο μυαλό μας: ο μεγαλύτερος αφηγητής, είναι το μυαλό μας. Δίχως τον
εγκέφαλο, δεν θα υπήρχε τίποτα. Αυτή η ικανότητα του κινηματογράφου να φτιάχνει
έναν τρισδιάστατο κόσμο είναι μια προσομοίωση της εγκεφαλικής διεργασίας».
Αμέσως μετά, αναφερόμενος στις συνεργασίες του με
σκηνοθέτες, μίλησε και για τις ταινίες που έχει κάνει με τον Γιώργο Λάνθιμο: «Νιώθω
άσχημα να αναφέρομαι σε ταινίες που έχω μοντάρει δίχως να αναφέρω τον
σκηνοθέτη. Το μοντάζ είναι μια συνεργασία ανάμεσα σε σκηνοθέτη και μοντέρ, κι
εμάς δουλειά μας είναι να ακολουθήσουμε το όραμά του. Στη συνεργασία μου με τον
Γιώργο Λάνθιμο ήταν σαφές για εμένα πως η αφήγησή του έψαχνε κάτι διαφορετικό
από το συνηθισμένο. Κάποιες ταινίες έχουν ένα ανοιχτό σύμπαν, το οποίο απαιτεί
τη συμμετοχή και τη συν-δημιουργία του κοινού. Δεν υπάρχει αντικειμενική
ταινία. Κάθε φορά που προβάλλεται, είναι μια διαφορετική εμπειρία. Μέσα στην
εμπειρία μας βρίσκονται φυσικά και οι προκαταλήψεις μας, η γλώσσα μας και το
περιβάλλον μας. Μου αρέσει ο κινηματογράφος που θέτει ερωτήματα και προκαλεί
τις προκαταλήψεις μας και είμαι τυχερός που συνεργάζομαι με τον Γιώργο Λάνθιμο,
του οποίου οι προτάσεις ανατρέπουν τα δεδομένα που γνωρίζουμε», δήλωσε
χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, ο κύριος Μαυροψαρίδης έδειξε κάποια πλάνα
από ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου (Η Ευνοούμενη, Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού, Κυνόδοντας)
και εξήγησε πώς προέκυψαν συγκεκριμένες επιλογές αναφορικά με το μοντάζ.
Έπειτα, ανατρέχοντας σε μια παιδική ανάμνηση, ο κύριος Μαυροψαρίδης ανέφερε:
«Θυμάμαι πως από πολύ μικρός είχα ένα άσχημο συναίσθημα όταν οι γονείς μου
έβλεπαν ταινίες του Ξανθόπουλου, που είχαν πολύ κλάμα, κι εγώ δεν καταλάβαινα
πού οδηγεί όλο αυτό. Δεν άλλαζε τίποτα. Οι άνθρωποι έβγαιναν έξω και συνέχιζαν
ό,τι έκαναν και πριν. Το ανατρεπτικό σινεμά, που θέτει ερωτήματα και προκαλεί
τις προϋπάρχουσες αντιλήψεις ή γεννά έντονα συναισθήματα στον θεατή, σαν έναν
τοκετό στο σκοτάδι, είναι αυτό που μας εξελίσσει. Το σινεμά είναι σαν ένα
όνειρο που βλέπουμε, τόσο αληθινό όσο και τα χρώματα, τα αρώματα, οι γεύσεις.
Είναι ένα κατασκεύασμα του μυθοπλάστη που ονομάζουμε “εγώ”. Κι εμείς, που
είμαστε οι άλλοι, διότι διαμορφωθήκαμε με βάση τους άλλους, και δεν υπάρχουμε
δίχως αυτούς, στο σινεμά ανακαλύπτουμε μέσα μας κάτι που ορίζει τη θέση μας στο
σύμπαν», κατέληξε σχετικά, ολοκληρώνοντας μια συναρπαστική διάλεξη που καθήλωσε
το κοινό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου